Μες στα όνειρα γεννιέμαι
κι από 'κει βγαίνω στον κόσμο.
Δεν ζω πολλά χρόνια,
αλλά με νοσταλγούν σαν με χάσουν.
Με ποθούν, με θέλουν,
μα σαν με αποκτήσουν με ξεχνούν
και με αφήνουν να χαθώ.
Σαν χαθώ δεν γυρίζω πίσω.
Είμαι από ξύλο φτιαγμένος και σαν πεθάνω
γίνομαι στάχτη
για να ξαναγεννηθώ κάπου αλλού.
Σαν τον φοίνικα και 'γω.
Αυτή είναι η κατάρα μου,
να γεννιέμαι και να πεθαίνω
χωρίς να ζω.
Γιατί είμαι ο Ξύλινος Ιππότης...
Our youth must always be free, discussing and exchanging ideas concerned with that is happening throughout the entire world.
Η νεολαία μας πρέπει να είναι πάντα ελεύθερη, συζητώντας και ανταλλάσοντας ιδέες που ασχολούνται με ότι συμβαίνει σε ολόκληρο τον κόσμο.
Let me say, with the risk of appearing ridiculous, that the true revolutionary is guided by strong feelings of love. It is impossible to think of an authentic revolutionary without this quality.
Επιτρέψτε μου να πω, με κίνδυνο να ακουστεί γελοίο, ότι ο αληθινός επαναστάτης καθοδηγείται από ισχυρά αισθήματα αγάπης.
Είναι αδύνατο να σκεφτώ μια αυθεντική επανάσταση χωρίς αυτήν την ποιότητα.
I believed in armed struggle as the only solution for those peoples who fight to free themselves, I am consisted with my beliefs.
Πίστευα σε ένοπλο αγώνα ως τη μόνη λύση για εκείνους τους λαούς που αγωνίζονται να απελευθερωθούν, αυτό αποτελούν τα πιστεύω μου.
We are a mirror in which the oppressed peoples of the world who are fighting for their freedom see themselves reflected.
Είμαστε ένας καθρέφτης όπου οι καταπιεσμένοι λαοί του κόσμου που αγωνίζονται για την ελευθερία τους, βλέπουν τους εαυτούς τους να αντανακλώνται.
Many will call me an adventurer, and that I am, only one of a different sort. One who risks his skin to prove his truth.
Πολλοί θα με αποκαλέσουν τυχοδιώκτη, και αυτό είμαι, μόνο ένας από ένα διαφορετικό είδος. Ένας που ρισκάρει το δέρμα του για να αποδείξει την αλήθεια του.
I see myself being sacrificed to the authentic revolution.
Βλέπω τον εαυτό μου να θυσιάζεται για την αυθεντική επανάσταση.
We have won the war, the revolution begins now..
Έχουμε κερδίσει τον πόλεμο, η επανάσταση αρχίζει τώρα ..
Μετάφραση: Θα ήθελα να απαγγείλω ένα μικρό ποίημα... Μην ανησυχείτε... Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε, δεν το έγραψα εγώ. Είναι ένα ποίημα... ...μόλις λίγες γραμμές... ...γραμμένο από έναν απελπισμένο άντρα. Έχω κακή μνήμη. Πάει κάπως έτσι: "Θέλω να πω... ...πως κανένας.... ...δεν έχει καταφέρει να χειριστεί μια τσάπα στον ρυθμό του ήλιου... ...και πως κανένας ακόμη δεν έχει πιάσει το γρασίδι... ...με αγάπη και χάρη."
Τρία χρόνια και έξι μήνες. Σαράντα δύο μήνες, από την μέρα της αρχής, μέσα εκεί και ο χωρισμός… Δεν το φανταζόμουν ποτέ πως θα φτάναμε τόσο μακριά, όχι δεν το σκέφτηκα καθόλου, πως από εκείνη τη μέρα που σου έπιασα το χέρι, ο χρόνος θα έφευγε τόσο γρήγορα, πολλές φορές αργά και βασανιστικά, και όλα αυτά θα αποτελούσαν… ένα όνειρο. Ένα όνειρο που έχει αφήσει μια πίκρα στα χείλη και πολύ λίγα γλυκά σου αφήνει να θυμηθείς…
Τρεις μήνες, που τους πίστεψα. Αλήθεια τους πίστεψα πως θα έφταναν, όχι όμως έτσι. Τόσο πολύ τους πίστεψα που έπεσα έξω. Ακόμη ένα όνειρο, όχι όμως τόσο πικρό όπως το προηγούμενο. Σ’ αυτό το όνειρο ξύπνησα απότομα – ίσως να μην κοιμόμουν, όμως. Το έζησα όμως αυτό το όνειρο και αυτό ίσως αξίζει, δεν βρίσκω γιατί αλλά αποτελεί κομμάτι αυτού του πάζλ, αυτού του πάζλ που λέγεται ζωή. Τι ειρωνεία!
Θεέ μου, μου έκλεψες δυο λέξεις, δεν σου θυμώνω όμως, μερικές φορές όμως γελώ μέσα μου μ’ αυτές τις λέξεις. Κράτα τες Θεέ μου, φυλαγμένες καλά και μακριά μου. Δώσε σ’ αυτές τις λέξεις ότι αξίζουν – εγώ δεν μπορώ να κρίνω τι αξίζουν, δεν γνωρίζω και δεν πρέπει να γνωρίζω. Κράτα τες και δωσ’ μου δυο σκαλοπάτια στις θέσεις τους, ναι, μόνο αυτό σου ζητώ. Και αν θέλεις κι άλλες λέξεις για να μου δώσεις κι άλλα σκαλοπάτια, πάρε όποιες θες, δεν με πειράζει. Ίσως να γελώ βλέποντας κάπου αλλού αυτές τις λέξεις, κι όχι – τις περισσότερες φορές – από εμένα.
Κι άλλοι μήνες θα έρθουν και θα περάσουν, κι άλλες λέξεις θα χαθούν και θα ‘ρθουν σκαλοπάτια, κι άλλα όνειρα πικρά και γλυκά θα ‘ρθουν και θα χαθούν. Χρόνια και μήνες θα περάσουν, Θεέ μου, και ‘γω ποιος ξέρει που θα βρίσκομαι και πόσες λέξεις ακόμα θα χάσω…, και πόσα σκαλοπάτια θα αποκτήσω…
Βγαίνοντας απ’ την πόρτα της εκκλησιάς για να γυρίσω στο σπίτι, στο δρόμο όπως κατηφόριζα ένας χωριανός με ρωτάει:
-Πήγες άναψες;
-Ναι, του απαντώ…
-Τώρα, μου λέει, ανάψεις δεν ανάψεις ψυχή βαθιά… Άμα καταλήξουμε εκεί… , και συνέχισε το δρόμο του.
-Έτσι είναι, είπα μέσα μου, περισσότερο μέσα μου δηλαδή, και συνέχισα και ‘γω.
Στον δρόμο και ακόμη και τώρα αυτό σκέφτομαι. Τυχαίο ήταν άραγε; Είχα πάει να ανάψω ένα κεράκι στον παππού μου, και καθώς μονάχος ήμουν, μέσα στα μνήματα τριγυρνούσα, σαν την άδικη κατάρα και τα ονόματα διάβαζα, …τα περασμένα… Φάτσες γνώριμες, που τις ήξερα. Πρόσωπα γνωστά. Άλλωστε σ’ ένα μικρό χωριό ζω – ετούτη τη στιγμή – και τους ήξερα όλους λίγο πολύ.
Παρελθόν. Κοντινό. Πράγματα που δεν αλλάζουν και τώρα μέσα στη μνήμη μονάχα ζουν, λες και δεν έζησαν ποτέ. Τι παράξενη είναι η ζωή…, μας αφήνει εδώ, πίσω, και τα στραβά και τα λάθη συνέχεια τα κουβαλάμε, στην πλάτη μας. Δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε, να τα πιάσουμε, να τα ξαναζήσουμε. Τα ζήσαμε, μα ακόμα ζουν μέσα μας. Τι κατάρα έχει ο άνθρωπος, τι κατάρα! Μόνο τα άσχημα θυμάται. Μόνο αυτά του ‘ρχονται περισσότερο. Χαρές ζούμε, μα τι λίγο που τις ζούμε! Πολύ λίγο! Και σαν τις αναπολούμε είναι μικρές – άλλοτε και λίγες.
Το αεράκι ψυχρό χτυπούσε το πρόσωπο, μα ο ήλιος το ημέρευε λιγάκι. Έτσι ήταν η κατάλληλη στιγμή να μείνεις έξω και να ξυπνήσεις… . Α…… Λ…… ετών 74, απεβίωσε 3-7-09. Ημερομηνία σταθμός, μέρα τραγική, αναμνήσεις… αχ αναμνήσεις…
Πότε πέρασε και ετούτο το καλοκαίρι… Πότε… Και όλα τώρα για μένα οδηγούν μπροστά. Σκέψεις για το μέλλον. Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω. Τα λάθη του παρελθόντος έρχονται τα καταραμένα εκεί που δεν τα θες να σου θυμίσουν τι σημαίνει πόνος! Τι να πεις και συ κακόμοιρε… Φταις; Και όχι και ναι. Νέος ακόμη είμαι. Πολύ νέος και παρ’ όλα αυτά χάνομαι στιγμές-στιγμές στο παρελθόν, άλλες φορές δικό μου, πολλές φορές ξένο.
Γνώσεις πολλές δεν έχω, ούτε και πείρα μεγάλη στη ζωή, μα ξέρω πως όσο στέκω στο παρελθόν, δεν φτιάχνω άλλο παρελθόν. Αυτό θέλω; Να σταθώ σ’ ένα σημείο, σ’ ένα χρόνο, στο παρελθόν;
Η ζωή συνεχίζεται και όσο και να στέκω στο παρελθόν, το παρόν το ζω και το μέλλον θα γίνει κι αυτό παρελθόν.
Χρόνια παρελθοντικά πολλά. Ηλικία άπειρη. Απεβίωσε η κάθε μέρα μέχρι την επόμενη.
Ένας μύθος απλωνόταν πάνω απ’ τη θάλασσα εκείνη, από τα βάθη των αιώνων, για μια γοργόνα. Ιστορίες και ιστορίες έβγαζαν οι ναυτικοί που ταξίδευαν στα νερά της, και μαρτυρούσαν ότι την είδαν να κολυμπά κοντά τους τα βράδια με πανσέληνο και να τους προσκαλεί να πάνε μαζί της ως τα βάθη των ωκεανών.
Ο Γ. γελούσε σαν άκουγε στο καφενείο κάποιους χωρικούς να διηγούνται πως είτε οι ίδιοι είτε οι πρόγονοι τους είχαν αντικρύσει την γοργόνα αυτή.
-Γοργόνες και πράσινα άλογα!
Φώναξε γελώντας σε έναν συγχωριανό του που εκείνη την ώρα περιέγραφε όσο πιο έντονα μπορούσε μια σκηνή που είχε συναντήσει δήθεν την ίδια την γοργόνα. Η διήγηση του ήταν τόσο γλαφυρή που ακόμη και ο ίδιος είχε απορροφηθεί σε σημείο να ξαναζεί, όπως έλεγε την σκηνή ξανά και ξανά.. Μόλις ο Γ. του φώναξε, σταμάτησε να μιλά, κοκκίνισε σαν παντζάρι και έσκυψε το κεφάλι.
Ένας γέρος όμως πήρε το λόγο:
-Τι λες μωρέ Γ.; Ούλα παραμύθια θα μς τα βγάλς; Τν είδαν οι παππούδες μας κ’ έρχεται έν σχουλιαρόπαιδο να μας τα ισοπεδούσει ούλα! Ω, ρε θράσος οι νιοί (νέοι)! Ο παππούς μ’, θεός σχωρέστον, τν είδε δυο φορές ούταν ψάρευε με πανσέλνο και ποτέ δεν τν ξέχασε!
-Μα είναι δυνατόν να πιστέψω τον Κωστή βρε παππού; Που βλέπει κουπί και τρέχει στην κορφή του Άϊ-Λια (Άγιος Ηλίας);
Όσοι άνδρες άκουγαν την συζήτηση έβαλαν τα γέλια, αφού όλοι γνώριζαν πως ο Κωστής δεν είχε πολλά πάρε δώσε με τη θάλασσα, και πως μόνο στα λόγια μπορούσε να πάει ως το φεγγάρι και να γυρίσει όποτε ήθελε! Έφευγε να πάει σε μια πόλη για καμιά δουλειά που είχε και όταν γυρνούσε είχε τύχει να δει πράματα και θάματα που άλλος δύσκολα θα τύχαινε να τα δει! Μα στο χωριό τον είχαν μάθει…
Η ώρα περνούσε και σιγά-σιγά το σούρουπο ήρθε και έφυγε και βράδιασε για τα καλά. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν στο καφενείο, ο μαγαζάτορας πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα τραπέζια με τα ποτά και τους μεζέδες, και οι άνδρες του χωριού δεν έλεγαν να σηκωθούν να μαζευτούν στα σπίτια τους.
Ο Γ. σηκώθηκε λίγο μετά τα μεσάνυχτα και κίνησε για το σπίτι του για να πάει να πέσει να κοιμηθεί, καθώς το πρωί έπρεπε να ξυπνήσει απ’ το χάραμα να πάει στην οικοδομή. Πλησίαζε τα τριάντα, ψηλός, γεροδεμένος, με καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια. Εδώ και πέντε χρόνια ζούσε μόνος του στο χωριό, από τότε που έχασε τη μάνα του – ο πατέρας του τον είχε αφήσει από όταν ήταν ακόμη βρέφος. Μια μεγαλύτερη αδερφή είχε μονάχα που ζούσε στην Αθήνα, παντρεμένη με δύο παιδιά.
Όταν τελείωσε το λύκειο έδωσε πανελλήνιες μα απέτυχε και η μάνα του που το είχε καημό να τον σπουδάσει τον έστειλε στη Θεσσαλονίκη σε μια ιδιωτική σχολή, την οποία και δεν ετελείωσε ποτέ.
Η μάνα του, όταν ο Γ. πάτησε τα 23, αρρώστησε και δεν μπορούσε πλέον να ζήσει μόνη της, δίχως να την κοιτάζει και να την φροντίζει κάποιος. Η κόρη της την πήρε λίγους μήνες στην Αθήνα, αλλά η ίδια δεν άντεχε να μένει κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους, όπως έλεγε. Πράγματι όσοι έχουν περάσει όλη τους τη ζωή σε χωριό, τους είναι αδύνατον να μείνουν σε πόλη μετά. Η υγεία της όμως χειροτέρευε κι έτσι αναγκαστικά πλέον έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό. Η κόρη της συνεννοήθηκε με τον Γ. να γυρίσει στο χωριό και αυτός και να την προσέχει, καθώς η ίδια δεν μπορούσε να μείνει όλο τον καιρό δίπλα στη μάνα της στο χωριό και να αφήσει την οικογένεια της και τα παιδιά της πίσω στην πρωτεύουσα.
Ένα χρόνο άντεξε περίπου και μετά έφυγε για το τελευταίο ταξίδι. Ο Γ. από τότε δεν έφυγε απ’ τον τόπο του και έπιασε δουλειά στον θείο του που είναι οικοδόμος. Μια η δουλειά, μια τα προβλήματα, δεν κοίταξε και πολύ να παντρευτεί και να φτιάξει μια οικογένεια, όπως λένε, αν και δεν φαινόταν να τον επηρεάζει και καθόλου αυτό…
Το μόνο που φαινόταν να τον πειράζει ήταν η απερισκεψία των νιάτων του, που δεν έκατσε να διαβάσει και να πάρει το πτυχίο του, και να μην αναγκαζόταν να είναι πλέον εγκλωβισμένος στο χωριό και στο μεροκάματο… Γιατί το μεροκάματο είναι πάντα μεροκάματο.
Όταν βγήκε απ’ το καφενείο αποφάσισε πρώτα να πάει πρώτα μια βόλτα προς το λιμανάκι, που είχαν φτιάξει εδώ και αιώνες οι ψαράδες του χωριού και βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά απ’ το πατρικό του, να τον χτυπήσει λίγο το θαλασσινό αεράκι. Είχε πιει λίγο παραπάνω και το χρειαζόταν άλλωστε…
Ήταν Αύγουστος, πανσέληνος, και το φως του φεγγαριού φαινόταν λες κ η θάλασσα είχε απλώσει τα χέρια και να το αγκάλιαζε, όπως αγκαλιάζονται και σμίγουν τα ερωτευμένα ζευγαράκια. Βλέποντας το ονειρώδες αυτό θέαμα ο Γ. σάστισε καθώς η φύση ξεδίπλωνε όλη της τη μαγεία μπρος στα μάτια του και έμεινε και ο ίδιος πόση ώρα ακίνητος, έτσι, χωρίς να κάνει τίποτε άλλο. Απλώς, απολαμβάνοντας το θεϊκό αυτό μεθύσι…
Εκεί όμως που κοιτούσε τη θάλασσα, παρατήρησε και μια βαρκούλα να αρμενίζει, έχοντας πάνω του δύο άντρες ή γυναίκες, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν και να πει με σιγουριά. Τι δουλειά είχαν αυτοί, όποιοι κι αν ήταν, τέτοια ώρα μέσα στη θάλασσα, δεν μπορούσε να καταλάβει. Μήπως ήταν κανένα ζευγαράκι που είχε βγει βαρκάδα, μιας και η νύχτα ήταν κατάλληλη για ερωτοδουλειές, σκέφτηκε και κατέληξε σ’ αυτό. Έτσι έκανε να φύγει, μη χαλάσει και το ραντεβουδάκι του ζευγαριού – όπως υπέθετε – βλέποντας κάποιον να τους παρακολουθεί.
Μα όπως έκανε δυο βήματα να απομακρυνθεί άκουσε μια γυναικεία φωνή από το μέρος που βρισκόταν η βαρκούλα στη θάλασσα:
-Βοήθεια! Βοήθεια! Κάποιος να βοηθήσει τη ξαδέρφη μου! Βοήθεια!
Ο Γ. χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, ενστικτωδώς έτρεξε προς τη θάλασσα και δίχως να χάσει λεπτό βούτηξε στο νερό. Κολυμπώντας με όση δύναμη είχε πλησίαζε στη βάρκα η οποία ήταν αρκετά μακριά απ’ το σημείο που βρισκόταν. Η κοπέλα που είδε ότι μες στην ατυχία τους (των δύο εξαδέλφων) η τύχη τις χαμογέλασε, καθώς βρισκόταν εκεί κοντά κάποιος να τις βοηθήσει, φώναζε τώρα ακόμη περισσότερο, σαν να ήθελε να δώσει δύναμη να κολυμπήσει πιο γρήγορα, όποιος κι αν ήταν ο επερχόμενος σωτήρας τους.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα τα οποία φάνηκαν σαν αιώνας ο Γ. έφτασε κοντά στη βάρκα και έπιασε την κοπέλα που, ενώ στην αρχή πάλευε με τη θάλασσα, τώρα είχε αρχίσει να εγκαταλείπει και να χάνει τη μάχη που έδινε για τη ζωή της. Έπειτα όμως ο ήρωας της, την σήκωσε και την έβαλε στην βάρκα. Η κοπέλα, ευτυχώς, ζούσε. Αφού έβηξε βγάζοντας το θαλασσινό νερό που είχε καταπιεί άρχισε να ηρεμεί σιγά-σιγά. Ο Γ. έπαιρνε κι αυτός βαθιές ανάσες, την ώρα που η κοπέλα που είχε φωνάξει προς βοήθεια ήταν σκυμμένη πάνω απ’ την μισολιπόθυμη εξαδέλφη της.
-Ευγενία, Ευγενία είσαι καλά; Μίλησε μου Ευγενία σε παρακαλώ!
-Άφησε την να ηρεμήσει δυο λεπτά πρώτα, είπε ο άνδρας στην κοπέλα. Πάμε όμως να τη δει και κανένας γιατρός για καλό και κακό…
Πήρε λίγες ανάσες και έπειτα σήκωσε το βλέμμα του για να κοιτάξει τις δύο κοπέλες.
-Τι δουλειά είχατε τετ…, σάστισε. Αντικρίζοντας την κοπέλα που μόλις είχε σώσει, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, έχασε τα λόγια και τις σκέψεις του.
-Η γοργόνα…, ψέλλισε.
-Τι; Τον κοίταξε απορημένη η άλλη κοπέλα. Ε…, Ευγενία την λένε. Μετά όταν συνειδητοποίησε τι είχε πει ο άνδρας, τον κοίταξε καλά-καλά και βάζοντας όλη τη δύναμη που μπόρεσε να συγκεντρώσει εκείνη τη στιγμή για να μην μπερδευτεί από αυτό που μόλις άκουσε, του μίλησε.
-Πάμε προς την ακτή;
-…ε… ναι… πάμε… απάντησε ο Γ., περισσότερο για να απαντήσει στην κοπέλα που μίλησε, χωρίς ωστόσο να καταλαβαίνει τι έλεγε ή τι είχε συμβεί προ ολίγου. Αφού έμεινε για λίγο να χαζεύει την γοργόνα που αντίκριζε για πρώτη φορά, τινάχτηκε σαν να ξύπνησε από όνειρο και επικεντρώθηκε πλέον στο να φύγουν απ’ τη θάλασσα, να πλησιάσουν στην ακτή και να αναζητήσουν βοήθεια στο χωριό.
Η άλλη κοπέλα λεγόταν Μαργαρίτα και ήταν 22 ετών, απ’ το χωριό αν και τώρα σπούδαζε και ζούσε αλλού. Όπως έμαθε αργότερα ο Γ., η Ευγενία, η εξαδέλφη της Μαργαρίτας, είχε έρθει για διακοπές στη θεία της για λίγες μέρες εκείνον τον Αύγουστο. Την νύχτα λοιπόν της Αυγουστιάτικης πανσελήνου οι δύο κοπέλες είχαν αποφασίσει να πάνε κρυφά για βαρκάδα στη θάλασσα. Όχι πως δεν γνώριζαν καλό κολύμπι αλλά μέσα στη νύχτα και δυο νεαρές γυναίκες μόνες τα έχασαν, τη στιγμή που καθώς η Μαργαρίτα έκανε μια απότομη κίνηση, η βάρκα κουνήθηκε και η ξαδέρφη της η Ευγενία έχασε την ισορροπία της και έπεσε μέσα στο νερό. Για καλή τους τύχη όμως εκείνη τη στιγμή βρέθηκε εκεί κοντά ο Γ. και έτρεξε αμέσως να σώσει την Ευγενία.
Η κοπέλα ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε, αν και οι δικοί της έτρεξαν αμέσως σ’ έναν γιατρό να την εξετάσει. Ο νέος άνδρας την ξανάδε μετά από δύο μέρες, όταν η ίδια τον επισκέφτηκε για να τον ευχαριστήσει που την είχε σώσει. Ο ήρωας της νεαρής γυναίκας δεν χόρταινε να κοιτάζει, αυτήν, την γοργόνα, που δεν πίστευε πως υπήρχε πριν τρεις μέρες, αυτήν, που δεν θα ξεχνούσε ποτέ…
Από τότε δεν την ξανάδε. Ίσως γιατί δεν έτυχε, ίσως γιατί δεν το επιδίωξε και ο ίδιος… ποιος ξέρει…; Και τι νόημα θα ‘χε άλλωστε να την ξανάβλεπε…; Γιατί τα όνειρα έτσι είναι… έρχονται για μια στιγμή και μετά ζουν κάτω από τα κλειστά βλέφαρα…, κάθε Αύγουστο, απέναντι απ’ την ίδια θάλασσα…, κάτω απ’ την ίδια πανσέληνο…, για μια ζωή…
Σπίτια σκοτεινά…, κρύα…, απόμακρα… - μόνο ένα μπαρ…
Μόνο ένα μπαρ αριστερά…, μόνο του…
Μόνο ένα μπαρ με φως…
…
Έξω από το μπαρ παρκαρισμένα μηχανάκια και μοτοσικλέτες…
«Τι είναι αυτό που κάνει ένα αγόρι άντρα;»
Ένας έφηβος μόλις έχει έρθει και κατεβαίνει απ’ το μηχανάκι..., την μοτοσικλέτα… - δεν έχει σημασία όπως και να τον λένε και αυτόν και την μοτοσικλέτα…
Η γραία – όπως έχει γράψει άλλωστε ο Παπαδιαμάντης ουκ ολίγες φορές – θα έφτανε τα 80 (όπως έμαθα αργότερα ξεπερνούσε και τα 90). Παρ’ όλα αυτά κρατιόνταν αρκετά καλά στην υγεία της και μόλις είδε νέα παιδιά, το πρόσωπο της έλαμψε και χίλιες ευχές βγήκαν απ’ το στόμα της για γράμματα και πρόοδο. Αμέσως κίνησε για το δωμάτιο όπου ήμασταν όλοι οι φοιτητές της νοσηλευτικής.
Εγώ προσφέρθηκα και της έδωσα τη θέση μου να καθίσει, αν και στην αρχή έλεγε πως δεν ήθελε να καθίσει. Ξεκίνησε να μας λέει ιστορίες από παλιά, δικές της, αληθινές, λες κι όλα έρχονταν από ένα βιβλίο και ζωντάνευαν μπρος στα μάτια μας. Πρώτα είπε για τους ξένους, ότι τους φοβάται, να τους διώξουμε, λέει, γιατί σκοτώνουν και ανέφερε ένα περιστατικό που συνέβη στο χωριό της. Προκαταλήψεις, βέβαια, γέρων ανθρώπων. Δικαιολογημένα για μια γυναίκα που έζησε στην Πελοπόννησο, τα χρόνια που οι ξένοι δεν είχαν φθάσει ακόμη εδώ…
Αργότερα άρχισε να μιλά για την οικογένειά της. Πέντε παιδιά, έλεγε, έχω, πέντε, και έδειχνε με το χέρι της. Δυο κορίτσια και τρία αγόρια. Τον έναν γιο και την μια μου κόρη στην Αθήνα. Τα άλλα εδώ, Πάτρα. Δόξα σοι ο Θεός τυχεροί ήμασταν… είπε η γραία αναλογιζόμενη το παρελθόν…
Η εκπαιδευτικός, βέβαια, της έκανε κάποιες ερωτήσεις που και που για να της δείξει όσο το δυνατόν περισσότερο ενδιαφέρον και για να μάθουμε εμείς επίσης πώς να επικοινωνούμε με αυτά τα άτομα, την ιδιαίτερη αυτή ηλικία των γηρατειών… Μα η γραία δεν είχε ανάγκη ούτε από ερωτήσεις ούτε από τίποτα, και διηγούνταν άνετα μερικά γεγονότα της ζωής της, ίσως και όλη της τη ζωή συνοπτικά.
Έχω και ‘γω εγγόνια που σπουδάζουν τώρα στην Αθήνα, καλά τα πάνε, καλά… 18 είναι η εγγονή μου και 20 ο αδερφός της, καλά παιδιά, καλά παιδιά… Κι άλλα εγγόνια έχω, απάντησε όταν την ρώτησε η εκπαιδευτικός μας, και τα άλλα μεγάλα, έχουν και παιδιά…
Μα όλα στη ζωή μας καλά πήγαν, είχαμε τύχη… Τα παιδιά μου και καλοπαντρεύτηκαν και προχώρησαν στη ζωή τους. Ο ένας μου γιος τριώροφο σπίτι έχει…, οι κόρες μου πήραν καλούς άντρες. Αν και όταν της έκανα δε μ’ άρεσε που έκανα κορίτσια, ήθελα αγόρια, μα μου τα ‘δωσε κι αυτά ο Θεός.
Πως και είσαι τώρα εδώ στο γηροκομείο γιαγιά; τη ρωτήσαμε.
Πάει ένας χρόνος και έξι μήνες, νομίζω, δεν μπορώ να πω με σιγουριά που χάσαμε την αγγόνα μας... 27 χρονών ήτανε, μια κοπέλα όμορφη, ξανθιά, γαλανομάτα, ψηλή μέχρι ‘κει απάνω… Δεν φαντάζεστε παιδιά μου πόσο όμορφη ήτανε, άγγελος!
Η γραία χαμήλωσε το βλέμμα της και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Είχε πάει για μπάνιο σε μια παράλια στον Πύργο. Ήτανε μεσημέρι, πιο μετά, και είπαν να πάνε να κολυμπήσουν. Πηγαίνετε, είπε η εγγονή μου, εσείς και ‘γω θα πάω μετά γιατί άργησα να φάω. Ήτανε με παρέα, νέα παιδιά. Και ήξερε καλό μπάνιο η εγγόνα μου, η κόρη μου… Μα πως πήγε να κολυμπήσει, πήγε στα βαθιά και πέρασε μια βάρκα απ’ αυτές τις γρήγορες και την χτύπησε…
Την βρήκανε μετά…
Ο Θανάσης μου όλο κλαίει, και μου λέει την έχασα μάνα, την έχασα την κόρη μου… Άλλο ένα γιο έχει… Αλλά όλο κλαίει… Και ‘γω έκλαιγα, κι ακόμη κλαίω τα βράδια… Γι αυτό με ‘φέραν εδώ… Στο χωριό συνέχεια έκλαιγα…
Και μια φορά που ήμουν εδώ στο δωμάτιο και κοιμόμουν, ανοίγω τα μάτια και τη βλέπω την κόρη μου… Στην αρχή την πέρασα για μια άλλη εγγόνα μου, μα όταν κατάλαβα ποια ήταν πήγα να σηκωθώ… Η όμορφη εγγόνα μου με κοιτούσε και χαμογελούσε… Πως με βρήκες εδώ κόρη μου, τη ρώτησα, μα δεν απάντησε και έφυγε…
Εγώ πιστεύω πως άγγελος μου την έφερε να την δω άλλη μια φορά…
Άγγελος μου την έφερε…
Και να ξέρετε, παιδιά μου, όλα του Θεού είναι, ακόμη και τα σπίτια, και τα κτήματα και τα λεφτά… Όλα… Και όποτε θέλει μας τα δίνει όποτε θέλει μας τα παίρνει…