Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Ο ανθός της μανταρινιάς

*τα δέντρα στην Τριών Ναυάρχων είναι νερατζιές κι όχι μανταρινιές. για "ωραιοποίηση" της γραφής επέλεξα τις μανταρινιές.

   Αρκετά ταραγμένη η διάθεσης και η σκέψης σήμερα που αποφάσισα το απόγευμα να βγω μια βόλτα, να περπατήσω λιγάκι στην πόλη, να πιω έναν καφέ ή μια γλυκιά σοκολάτα, που θα ήταν και θα είναι πιο ευχάριστη μάλλον, και να καθίσω σ’ ένα παγκάκι, ήρεμος, ήσυχος, μόνος και να απολαύσω αυτά τα λίγα και απλά.
   Φόρεσα μια φόρμα, ένα ζακετάκι από πάνω, κατέβηκα απ’ το σπίτι, και με το μυαλό να αναζητεί την πορεία που θα ακολουθούσα. Στη γωνία βρίσκεται, μια καφετέρια να την πω, που μπορείς να πάρεις έναν καφέ ή οτιδήποτε άλλο με μόνο 1 ευρώ. «Μια σοκολάτα, μη βάλεις πάγο μέσα.» «Έγινε.». Περπάτησα λιγάκι κατά μήκους της Κορίνθου, όχι και πολύ, κι έφτασα στην Τριών Ναυάρχων.
   Η Τριών Ναυάρχων είναι μια οδός, όπου ξεκινά απ’ το κάτω μέρος των Υψηλών Αλωνίων και καταλήγει, ουσιαστικά στην Αγίου Ανδρέου, μέχρι και κάτω τη θάλασσα. Δεν μπορείς να την χαρακτηρίσεις πεζόδρομο, ίσως ένα πάρκο κατά μήκους είναι περισσότερο. Καφετέριες, καφενεία, πιτσαρίες, τσιπουράδικα, ταβέρνες, ένα ίντερνετ καφέ πιο κάτω, μια τράπεζα, κάνα δυο οπωροπωλεία, όπως και γυροπιτάδικα, ακόμη κι ένα Γυμνάσιο και ένας παιδικός σταθμός πάνω – πάνω. Ενώ στην μέση της οδού υπάρχουν παγκάκια και πολλά δέντρα. Μανταρινιές σ’ όλη την οδό.
   Προς τα κάτω να πάω ή προς τα πάνω; Προς τα πάνω, θα ‘ναι πιο ωραία… το γιατί δεν το ήξερα και τώρα που το σκέφτομαι δεν υπήρχε γιατί, απλώς η επιθυμία έδωσε έναν λόγο, ώστε να πιστέψω πως πήρα τη σωστή απόφαση σ’ ένα δίλλημα. Πολλές φορές οι άνθρωποι βάζουμε διλλήματα σε πράγματα που ουσιαστικά δεν καταλήγουν πουθενά… Τέλος πάντων, όπως και να ‘χε πήρα τη σωστή απόφαση!
  Με το ρόφημα ανά χείρας κατευθυνόμουν προς τα Ψηλά Αλώνια. Κόσμο πολύ δεν είχε, κι ούτε έχει ποτέ εδώ. Έχει λίγο κίνηση όμως. Αυτό το σημείο της Πάτρας αποτελεί ένα ήρεμο οικογενειακό μέρος, δίχως την συνηθισμένη βαβούρα της πόλεως. Κοιτούσα τα παγκάκια, περπατώντας, για να επιλέξω που να καθίσω. Τελικά διάλεξα ένα σχεδόν δίπλα στα σκαλιά που ανεβάζουν στην άνω πόλη μέσω των Υψηλών Αλωνίων.
   Δεν επιλέγει κανείς εύκολα να καθίσει εδώ κάτω, όταν δίπλα ανεβαίνοντας τα σκαλιά θα βρεθείς να έχεις «πιάτο» σχεδόν όλη την Πάτρα και μια πανοραμική θέα της θάλασσας. Είναι πολυσύχναστα όμως, εκεί πάνω. Με μια παρέα καμιά άλλη φορά καλά θα είναι…
   Στα δεξιά μου όπως καθόμουν, πάνω σε μια μικρή πλατεία είναι κάτι τραπεζάκια από την δίπλα καφετέρια (απ’ τη μια μεριά) και από μια ταβέρνα (απ’ την άλλη). Σ’ ένα τραπεζάκι καθόντουσαν τέσσερις ηλικιωμένοι. Κύριο θέμα συζήτησης, βέβαια, η πολιτική. Μια γυναίκα απ’ την καφετέρια μάλλον, είχε πάρει μια σκούπα κι ένα φαράσι και σκούπιζε πάνω στην πλατεία, αφού πρώτα είχε δώσει το ποδηλατάκι, πιθανώς γιος της, σ’ ένα παιδάκι το οποίο άρχισε να κόβει βόλτες εδώ γύρω, δίχως να απομακρυνθεί καθόλου, ούτε μια φορά.
   Οι μανταρινιές έχουν ανθίσει τέτοιο καιρό. Ο τόπος μοσχοβολά, ο καιρός ανοιξιάτικος, ελάχιστοι περνούν από εδώ, δίπλα παρατηρώ τα κτίρια δεν ξεπερνούν τους δυο ορόφους κι έτσι δεν κρύβουν τον ουρανό, επέλεξα το κατάλληλο σημείο να ηρεμήσω…
   Το νεαρό παιδάκι έφερνε βόλτες γύρω – γύρω. Θυμήθηκα όταν ήμουν και εγώ στην ηλικία του. Τέτοιες διαδρομές, Θεέ μου, δεν έχω ξανακάνει από τότε! Το ποδήλατο κι η πλατεία ήταν τα μόνα μέσα που με ταξίδευαν σε μέρη, που δυστυχώς, έχω αρχίσει να ξεχνώ, κι η ευτυχία, ω, αυτή η ευτυχία, ήταν απερίγραπτος! Τι τυχερό είσαι σκεφτόμουν όσο το έβλεπα, μακάρι να σου μείνουν αξέχαστες αυτές οι στιγμές…
   Που και που, πλησίαζε τους γέρους στο τραπεζάκι, σταματούσε για λίγο κι έπειτα συνέχιζε. Σε μια στιγμή ανέφεραν στο τραπέζι για έναν σεισμό που έγινε το μεσημέρι. Εγώ ήδη έχω συνηθίσει που ούτε και θα έπαιρνα χαμπάρι ότι έγινε, αν δεν τ’ άκουγα αυτό.
«Κι εγώ τον κατάλαβα.» είπε το παιδάκι που εκείνη την ώρα ήταν κοντά.
«Φοβήθηκες;» τον ρώτησε ένας παππούς, «φοβήθηκες, Βαγγέλη;»
«Σε κούνησε εσένα;» τον ρωτούσε ένας άλλος απ’ την παρέα, ενώ η χαρά ήταν διάχυτη ανάμεσα τους που ασχολούνταν με το μικρό και την αθωότητα που προσφέρουν αυτά τα χρόνια…
«Η μαμά τρόμαξε…; Ποιος τρόμαξε…;»
   Ο μικρός Βαγγέλης τους κοιτούσε. Για χαζό με περνάνε, θα σκέφτηκε πιθανώς. Δεν είχαν άλλο ενδιαφέρον οι παππούδες τώρα, δεν απάντησε τίποτε. Μια σοβαρή κουβέντα πήγε να τους κάνει, κι αυτοί τον κορόιδευαν! Έτσι, σαν κύριος, δίχως να βγάλει λέξη, πήρε το ποδήλατο του και συνέχισε την ανέμελη βόλτα του…
   Στα αριστερά μου όπως καθόμουν είναι μια μικρή παιδική χαρά, με μια τσουλήθρα, κούνιες, και όλα αυτά που μπορεί να έχει μια παιδική χαρά. Μετά από λίγο φάνηκαν δυο παιδιά, μεγαλύτερα από τον μικρό Βαγγέλη. Μαγκάκια πλέον, που μπορούσαν να ξεπορτίζουν στην γειτονιά, δίχως την άμεση επίβλεψη της μαμάς. Πήγανε στην κούνια. Κι αντί να κάνουνε κανονικά κούνια όπως γνωρίζει κανείς, τι βαρετό θα σκέφτηκαν, ανακάλυψαν ένα νέο παιχνίδι. Αν θα μπορούσαν να πηδήσουν μέσα απ’ την κούνια, δίχως να ακουμπήσουν το κάθισμα. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσουν πολύ, το κατάφεραν αμέσως κι αυτό. Είχε γίνει κι αυτό το παιχνίδι, βαρετό…
   Ο Βαγγέλης είχε αφήσει πλέον το ποδήλατο και είχε κοκαλώσει στη θέση όπου στεκόταν. Σε μια απόσταση αρκετών βημάτων για το ίδιο, ήταν δυο παιδιά. Το ενδιαφέρον είχε χτυπήσει κόκκινο! Σιγά – σιγά άρχισε να πηγαίνει προς τα εκεί για να γνωρίσει αυτή τη μικρή παρέα. Στάθηκε δίπλα σ’ ένα δέντρο κοντά στην κούνια, ακουμπώντας πάνω του το χεράκι του. Τα παιδιά αντιλήφθηκαν την παρουσία του, αλλά ο μικρός Βαγγέλης ήταν πολύ πιτσιρίκι γι’ αυτά. Αφού αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες, τις οποίες δεν άκουσα, ο Βαγγελάκης, γύρισε κι έφυγε, ατάραχος, προς έκπληξη μου, και δίχως κανένα πρόβλημα γύρισε στο παιχνίδι του. Τα παιδάκια μετά από λίγο έφυγαν.
   Ύστερα, φάνηκε μια μητέρα με την μικρή της κόρη. Που και που περνούσε μια κοπέλα, ένας παππούς, κάτι μαθητές, η ζωή συνεχιζόταν και η μέρα περπατούσε κι αυτή προς τη δύση για να δώσει τη θέση της σιγά – σιγά στη νύχτα. Σηκώθηκα κι εγώ απ’ το παγκάκι, να γυρίσω στο σπίτι.
   Στάθηκα για μια στιγμή, κοιτώντας το δέντρο πίσω απ’ το παγκάκι. Γεμάτο ανθούς. Έκοψα έναν και τον μύρισα. Θα το πάρω σπίτι, σκέφτηκα. Μια εβδομάδα μετά, ο ανθός της μανταρινιάς, δίχως νερό και καμιά φροντίδα, μοσχοβολούσε σαν πρώτα. Κι αυτή η μυρωδιά, είμαι σίγουρος, θα μου θυμίζει πάντοτε, πως η ευτυχία βρίσκεται στα απλά, ακόμη, και σε έναν ανθό μανταρινιάς!

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Τα ξωτικά - Σωκράτης Μάλαμας

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Το ακορντεόν - Μάνος Λοΐζος


Στίχοι: Γιάννης Νεγρεπόντης.
Μουσική: Μάνος Λοΐζος.
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος
Άλλες εκτελέσεις: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρις Αλεξίου

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν.

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν.

Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός!

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...