Είναι όμορφα να
ξυπνάς το πρωί, να πηγαίνεις στην εκκλησία του Άγιου Ανδρέα και να
εκκλησιάζεσαι, μόλις έχεις έρθει. Να παίρνεις την ευλογία για την νέα φοιτητική
χρονιά – και για όλα άλλωστε τα πράγματα. Χτες επέστρεψα Πάτρα, ξύπνησα σήμερα
πρωί – πρωί και θέλησα να πάω στην κυριακάτικη λειτουργία.
Και έχει ετούτο το
ευλογημένο μέρος, τόση ιστορία απάνω του που ανατριχιάζεις όταν ξέρεις πως σε
αυτό το μέρος μαρτύρησε ο Άγιος. Δίπλα στην θάλασσα, εδώ, ο πρωτόκλητος
απόστολος παρέδωσε την ζωή του στα χέρια του Σωτήρα μας με μαρτυρικό τρόπο πάνω
στον χιαστή σταυρό. Ευλογημένο μέρος, ευλογημένη πόλη η Πάτρα, όπως λέγει και ο
μέγας Κόντογλου: «Πολὺ
τιμημένη εἶναι ἡ
Πάτρα μέσα στὸν κόσμο, γιατὶ
ἀξιώθηκε νὰ
ποτισθεῖ τὸ χῶμα της μὲ
τὸ αἷμα ἐκείνου
ποὺ τὸν κάλεσε ὁ
Χριστὸς πρὶν
ἀπὸ τοὺς
ἄλλους ἕντεκα,
πρὶν ἀπὸ τὸν ἀδερφό του τὸν
Πέτρο.»
Τι να γράψω άλλωστε
εγώ για την ζωή του Άγιου Ανδρέα; Ο Φώτης Κόντογλου στο «Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. Η Ζωή ενός Οσιομάρτυρα» τα γράφει όπως μονάχα αυτός γνωρίζει κι αξίζει να το
διαβάσει κανείς, δεν είναι άλλωστε πολύ κι ούτε θα του πάρει και πάρα πολύ ώρα,
λίγα λεπτά, κι όμως μαθαίνει τόσα πολλά κάποιος μέσα απ’ την ζωή του Αγίου
Ανδρέα!
Γράφει στο τέλος ο
Κόντογλου στον βίου του Αγίου. Ακόμη δεν είχε ολοκληρωθεί η καινούργια εκκλησία
και η τότε εκκλησία ήταν η μικρή τώρα που μένει σαν ένα είδος μουσείου σήμερα: «Στὴν Πάτρα καὶ
στὰ περίχωρα ὑπήρχανε
πολλὲς ἐκκλησίες τοῦ
ἁγίου Ἀνδρέου,
πλὴν τώρα δὲν
σώζεται καμμιά. Ἡ σημερινὴ
ἐκκλησιά του εἶναι
βασιλικὴ κατὰ
τὸ σχέδιο ποὺ
συνηθιζότανε στὰ Ἐφτάνησα, καὶ
χτίσθηκε στὰ 1845. Τὸ
ταβάνι εἶναι ζωγραφισμένο ἀπὸ
τὸν Δημήτριο Βυζάντιο ποὺ
ἔγραψε τὴ
Βαβυλωνία καὶ ποὺ
ἤτανε ἁγιογράφος.
Μ᾿ ὅλο ποὺ
ἡ ἐκκλησία αὐτὴ
δὲν εἶναι
κανωμένη καὶ ζωγραφισμένη κατὰ
τὸ βυζαντινὸ
τρόπο, εἶναι ὡστόσο
κατανυχτική. Ἐνῶ ἡ μισοτελειωμένη ἐκκλησία
ποὺ φαίνεται κοντὰ
τῆς εἶναι
ἕνα ἔκτρωμα
ποὺ πρέπει νὰ
τὸ γκρεμίσουνε οἱ
Πατρινοί. Ξέρω πὼς παιδεύουνται χρόνια τώρα χωρὶς
νὰ μποροῦνε
νὰ κατασταλάξουνε σὲ
μία ἀπόφαση γιὰ
τὸ σχέδιο μιᾶς
μεγάλης ἐκκλησιᾶς
ποὺ θέλουνε νὰ
χτίσουνε. Εἶδα τὸ
σχέδιο ποὺ σκάρωσε ἕνας
Φραντσέζος, ποὺ εἶναι ἴδια
τούρτα. Μὰ ὑπάρχει πιὸ
ἁπλὸ πρᾶγμα
ἀπὸ τοῦτο:
νὰ ἀναθέσουνε σ᾿
ἕναν καλὸν
ἀρχιτέκτονα, ποὺ
νὰ νογᾶ
ἀπὸ βυζαντινά, νὰ
κάνει μίαν ἐκκλησιά, ἀντιγράφοντας
πιστὰ κάποια ἀπὸ
τὶς πιὸ
ἔμορφες βυζαντινὲς
ἐκκλησιές, π.χ. τὸν
ὅσιο Λουκᾶ
τῆς Λειβαδιᾶς,
τὸ Βροντόχι τοῦ
Μυστρὰ ἢ μία ἐκκλησιὰ
ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἢ
ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ Πάτρα εἶναι
τὸ λιμάνι τῆς
Ἑλλάδας ποὺ
κοιτάζει κατὰ τὸ πέλαγο τῆς
Εὐρώπης, κι ὅποιος
ἔρχεται ἀπὸ
κεῖ, εἶναι
ντροπὴ νὰ πρωτοδεῖ
μίαν ἐκκλησιὰ
φράγκικη στὸ μέρος ποὺ
μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας.
Πρέπει νὰ δεῖ
μία ἐκκλησιὰ
ἑλληνική, βυζαντινή. Τί καθόσαστε
καὶ συζητᾶτε
χρόνια τώρα, σὰν νὰ
μὴν ἔχετε τὴν
πιὸ σπουδαία τέχνη στὸν
τόπο σας;»
Αλλά εγώ θα διαφωνήσω
ότι δεν είναι όμορφη η καινούργια εκκλησία. Δεν μοιάζει πράγματι με τις δικές μας,
τις βυζαντινές, τις όμορφες, όπως μαθαίνει κανείς σ’ όλη την Ελλάδα. Ειδικά όπως
έμαθα κι εγώ από μικρό παιδί τις εκκλησίες της Θεσσαλίας, ή του Άγιου Δημητρίου
στην Θεσσαλονίκη. Ο Φώτης Κόντογλου, δεν ζούσε όταν εγκαινιάσθηκε ο ναός, το
1974.
Μεγάλος ναός όμως,
προκαλεί δέος το μέγεθος κι οι αγιογραφίες μέσα του. Ο τρούλος του
χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος αλλά και αξιομνημόνευτος κι αξέχαστος. Δίνει την
αίσθηση που προκαλεί άλλωστε κι η ίδια η πόλη με τα παλαιά κτίρια και την
παράξενα όμορφη αρχιτεκτονική της. Ελληνική αλλά με τον δυτικό της τρόπο η
Πάτρα. Κρατάει την ιστορικότητα της έτσι, και αλλιώτικη η ομορφιά της από τις άλλες
πόλεις της πατρίδος μας. Χαρακτηριστικά τα μέρη της πόλης, όπως η πλατεία η
κεντρική του Γεωργίου Α’, οι σκάλες του Αγίου Νικολάου, το Κάστρο, ο πεζόδρομος
των Τριών Ναυάρχων κι άλλες τόσες τοποθεσίες στην «Πύλη της Ελλάδας προς τη Δύση». Έτσι κι ο ναός, όμορφος με τον
πατρινό του τρόπο δίνει αυτό που πρέπει να δώσει. Κι αν κανείς αγαπά
περισσότερο την παλαιά, καλά κάνει γιατί η αγιότητα της κι η κατανυχτικότητα
της, όπως γράφει ο Κόντογλου δεν συγκρίνεται με τίποτε. Ακόμη και σήμερα
άλλωστε, 26 Αυγούστου, έχει μια ευωδία μόσχου, βασιλικού και ρόδου, δηλαδή
τριαντάφυλλου. Ευωδία αγία, όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης στον γάμο του Καραχμέτη: «Ὅταν
ἐπῆγαν μετὰ
τρία ἔτη νὰ
σκάψουν διὰ τὴν ἀνακομιδὴν
τῶν λειψάνων της, λεπτὸν
θεσπέσιον ἄρωμα ὡς
βασιλικοῦ, μόσχου καὶ
ρόδου ἅμα, ἀνῆλθεν
εἰς τοὺς
μυκτῆρας τοῦ
ἱερέως, τοῦ
σκάπτοντος ἐργάτου, τῆς
Λελούδας καὶ δύο ἄλλων
παρισταμένων γυναικῶν. Τὰ
κόκκαλά της εἶχον εὐωδιάσει.»
Κι η κάρα του Αγίου
που βρίσκεται από το 1964 στην Πάτρα, όπου επιστράφηκε από τον Πάπα Παύλο στις 26
Σεπτέμβρη είναι πολύ όμορφο και τιμητικό γεγονός για την πόλη αλλά και για την
Ελλάδα ολάκερη. Και βρίσκεται σήμερα εκ δεξιός του Ιερού όπου μπορεί να
προσκυνήσει ο κάθε χριστιανός, ενώ στις 30 Νοέμβρη, την ημέρα της εορτής
γίνεται λαϊκό προσκύνημα, όπου ρέουν χιλιάδες κόσμου κάθε χρόνο.
Καλώς επέστρεψα
λοιπόν, και καλώς σας βρήκα πάλι…
© copyright, ανδρέας λισσόβας
Σιμούν - Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ψέλνει στη Σιμωνόπετρα κι ακούγεται στον Άδη
μα οι τρομαγμένοι κάνουνε πως τάχα δεν ακούν.
Κλέβει το χνούδι απ'τα παιδιά, τα μονοπάτια σβήνει,
βαφτίζεται στην έρημο και γίνεται Σιμούν.
Στέλνει καράβια στο γκρεμό,
τον ίσκιο ξεθωριάζει,
κάνει κι εμένα φρύγανο,
μα εμένα δε με νοιάζει.
Με το 'να χέρι στη χαρά και τ' άλλο στην ομίχλη,
δεμένο με γλεντήσανε τα λαίμαργα πουλιά.
Γυρεύω την πανσέληνο να πέσει στο πηγάδι,
να κοιταχτώ, να θυμηθώ πως ήμουνα παλιά.
Να θυμηθώ, να ξεχαστώ
να γίνω ερυθρελάτη
οι ρίζες μου στον ουρανό,
τα φύλλα στο κρεβάτι.
Να βρω κι εσάς αδέρφια μου, που 'χετε ξεθυμάνει,
το φόβο και την ομορφιά να βάλουμε μαζί.
Να πλύνουμε με το κρασί τα νυσταγμένα μάτια
κι ύστερα να σαλπάρουμε στη θάλασσα πεζοί.
Και τα παρτάλια οι σκέψεις μας,
πειρατική σημαία.
Όλα στραβά γινήκανε
και όλα είν' ωραία.