Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Η κόκκινη σημαία



Προφητικό ή απλώς μια φαντασίωση ενός εφήβου; Ποιος τάχα να ξέρει; Ετούτο το έγραψα στις 7 Φλεβάρη του 2008, κι αποτελεί το 2ο ποίημα που έγραψα και κράτησα στο αρχείο μου. Μάλιστα, θυμάμαι το έγραψα ενώ ήμουν στο φροντιστήριο και παρακολουθούσα το μάθημα των Αρχαίων.
Θυμάμαι μόνο, ότι η εικόνα αυτή, γεννήθηκε μέσα στο μυαλό μου, και θέλησα να την γράψω στο χαρτί. Δεν υπήρχε προφανής λόγος. Δεν ήξερα τι θα συνέβαινε, ούτε που θα φτάναμε. Δεν ασχολιόμουν και τόσο με την πολιτική στα 17 μου άλλωστε, για να πει κανείς ότι το μάντεψα, ούτε και διαφαινόταν τότε που οδηγούμασταν. Δεν ήταν ελεύθερος τότε ο φασισμός, ούτε η βία. Δεν κάλυπτε τότε η Κυβέρνηση τόσο ωμά τον φασισμό, όπως κάνει τώρα. Μη θαρρείτε φίλοι μου, ότι η Χρυσή Αυγή είναι ένα ακέφαλο τέρας. Το κεφάλι του κυβερνά τώρα, κι ας ξέρει τα επικοινωνιακά τρικ πολύ καλά… Διότι για να φτάσεις να μαζέψεις το θηρίο που είναι ελεύθερο, σημαίνει ότι κάποιος έχει ήδη ανοίξει την πόρτα να βγει και να κυκλοφορεί…
Κι αν τώρα το μαζεύει, μη θαρρείτε φίλοι μου, πως το κάμει, για την Δημοκρατία, ή για τον λαό. Το κάμει γιατί έτσι θα ρίξει στάχτη στα μάτια. Γιατί, πείτε μου, δεν γέμισαν οι κοιλιές των παιδιών που πεινάνε, όταν μπαγλάρωσαν τους ψυχασθενείς της ΧΑ; Γιατί, δεν χάθηκε το χαράτσι από τον λογαριασμό της ΔΕΗ, που έχω να πληρώσω, όταν μάζευαν τα τέρατα οι αστυνομικοί – τα αδέλφια τους; Γιατί οι φίλοι μου, που μετράνε όχι το ευρώ, αλλά το δεκάλεπτο, δεν βρήκαν δουλειά ακόμη, σαν εξάρθρωσαν την δολοφονική αυτή οργάνωση; Κι είναι δυστυχώς πολλά ακόμη τα γιατί…
Θα ήθελα να απαντήσω όμως εγώ, σε μια άλλη ερώτηση με «γιατί». Γιατί σε αυτήν την χώρα, φτάσαμε να θεωρούμε επιτυχία, το αυτονόητο! Να θεωρούμε επιτυχία, το ότι μια αστυνομικός, είδε με τα μάτια της να δολοφονούν έναν άντρα, και είπε «ε, όχι και μαχαίρι!»… γιατί μέχρι που ήταν το όριο κοπέλα μου; Μέχρι τις μπουνιές και τις κλωτσιές; Εκεί γιατί δεν είπες, «ε, όχι φασίστες!». Γιατί θεωρούμε επιτυχία, το να μαζεύουν τα ρεμάλια της ΧΑ, και να μιλάμε για κράτος δικαίου, που όταν τα αφεντικά τους, κάμουν ακόμα κουμάντο! Γιατί θεωρούμε επιτυχία ένας βλαμμένος να μας κυβερνά και να μιλά με στόμφο για κατορθώματα ενώ έχει οδηγήσει τόσους ανθρώπους στην εξαθλίωση, στην φτώχεια, στο έλεος, στην αυτοκτονία… Γιατί…, γιατί δεν βλέπουμε τι βλακεία κουβαλάμε, και λέμε ότι μας ψεκάζουν!
Τέλος πάντων όμως, ίσως να τα αναλύσω όλα αυτά σ’ ένα άλλο άρθρο… Ας μείνουμε προς το παρόν στο ποίημα αυτό, που εύχομαι να μην είναι προφητικό, και να μην καταλήξουμε εκεί…
Υποσημείωση: την κόκκινη σημαία, ας την εκλάβει καθείς, όπως επιθυμεί…

Ομίχλη…
Ομίχλη παντού…
Τίποτε το ορατό… παρά μόνο μια σημαία…
Μια κόκκινη σημαία, μέσα στην ομίχλη…
Λαός την κουβαλά…
Ένας άνδρας κουβαλά την σημαία,
κι από πίσω ακολουθούν
άνδρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά…
Πλήθος, οργισμένο μέσα στην ομίχλη
που περπατά…
μέσα σε μια πόλη.
Ακατοίκητη, βομβαρδισμένη, εγκαταλελειμμένη…
Τα κτίρια άδεια γύρω…
Οι άνθρωποι τους, δεν είναι μέσα.
Ίσως έχουν φύγει, ίσως να είναι το ίδιο το πλήθος…
Το πλήθος φτάνει έξω από ένα μεγάλο κτίριο…
Πολυτελές, μεγαλοπρεπές,
το μόνο απείραχτο μέσα στην πόλη…
Ο άνδρας που κρατά την σημαία, ανεβαίνει σε έναν τύμβο που πάνω του έχει μια μαύρη σημαία…
Σταματά εκεί και δείχνει την κόκκινη σημαία στο πλήθος.
«Η ώρα έφτασε…»
Ο άνδρας βγάζει την μαύρη σημαία και μόλις πάει να τοποθετήσει την κόκκινη, πέφτει νεκρός με την σημαία στα χέρια…
Κάποιος τον πυροβόλησε μέσα από το κτίριο.
Το πλήθος τώρα είναι ασυγκράτητο… πιο αγανακτισμένο από ποτέ…
Η κόκκινη σημαία θα κυματίζει τώρα πιο ψηλά…

© copyright, ανδρέας λισσόβας


Θα σημάνουν οι καμπάνες - Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα.

 Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
 κρατάνε της καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει

 Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Γιάννης Ρίτσος
Ρωμιοσύνη

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Το αστέρι (πεζογράφημα)



Και κάπως έτσι ξεκίνησε. Στην μέση της χειμωνιάτικης νύχτας, όταν ένα αστέρι έπεσε από τον βαθύ και σκοτεινό ουρανό και άναψε την φωτιά στο πυκνό δάσος. Κι όμως, αυτό το αστέρι, ταξίδεψε καιρό στον ουρανό για να φτάσει στην γη. Γιατί ήταν πνεύμα, άγγελος, νεράιδα. Ήταν νύμφη, γοργόνα, ξωτικό, όλα αυτά που ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να ψελλίσει, ούτε να εκφράσει, μα ούτε και να συλλάβει. Ήταν όνειρο, ευτυχία, παράδεισος. Ήταν η πηγή που ζητά ο κάθε άνθρωπος, η κάθε ψυχή, η κάθε καρδιά.  Και κράτησε για μια στιγμή, όσο διαρκεί ένα αληθινό φιλί.
Μόνο έτσι θα μάθαινε πως όλα έχουν την τιμή τους. Μόνο έτσι θα καταλάβαινε πως, η ζωή του χάραζε ένα πεπρωμένο, σκληρό και αδυσώπητο. Διότι όσα χρόνια κι αν πέρασαν,  δεν είχαν σημασία. Ο μεγάλος του εχτρός κι αντίπαλος, ο Χρόνος, δεν είχε άλλο σημασία. Είχε γεράσει, και είχε αποσυρθεί στην γωνιά του, ανίκανος πλέον να του πάρει οτιδήποτε άλλο, ανίκανος να του στερήσει κάτι που να είχε αξία. Αυτός ο άτιμος, που τώρα είχε μαζευτεί και είχε γίνει ένας αδύναμος γεράκος, ασήμαντος τώρα, δεν άξιζε ούτε μια ματιά. Ας το ζητούσε ικετευτικά, ας το αισθανόταν παρακλητικά, δεν έβλεπε παρά την πλάτη του άντρα, κι ένιωθε μέχρι το πετσί του, την αδιαφορία αυτού του άνδρα, που κάποτε, πίστευε, πως είχε πληγώσει, ένιωθε μέχρι τα βάθη της νοητικής του ύπαρξης, τα απομεινάρια της παλιάς οργής από την ψυχή του άντρα, που πίστευε πως κάποτε τον είχε νικήσει.
Δεν στάθηκε ο άντρας, παρά μόνο στο κατώφλι, δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει. Ένα πικρό χαμόγελο, κάτι σαν μια γραμμή στα χείλια περισσότερο, σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. Η καρδιά του ήξερε τι πόνο είχε αυτό το χαμόγελο, αυτό το κάτι σαν χαμόγελο. Ένιωθε ακόμη, τον Χρόνο, τον γέρο Χρόνο, πίσω του, την παρουσία του, την αύρα του, έστω κι αν ήταν αμυδρή για αυτόν, από ‘δω και πέρα. Μέσα σε μια στιγμή, κλείνοντας τα μάτια του, πέρασαν από μπροστά του όλα όσα έζησε, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, μέχρι πριν λίγες μέρες, που αντίκρισε ένα άλλο πρόσωπο μέσα στον καθρέφτη του.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, τώρα στεκόταν μπροστά του, έξω από την πόρτα, μαυροντυμένη σαν χήρα, η Ζωή. Έμοιαζε σαν τις μοίρες των παραμυθιών και των θρύλων. Σαν φάντασμα και πνεύμα δεμένο αιώνια να τριγυρνά άσκοπα, φυλακισμένο μέσα στην ανούσια του πίστη, χαμένο σε αυτήν εδώ τη γη. Μια Μοίρα που έμεινε ζωντανή από τα χρόνια που δεν είχε γεννηθεί ακόμη ο Θεός. Ίσως να ήταν το ίδιο πρόσωπο: η Μοίρα και η Ζωή, η Ζωή και η Μοίρα. Τον κοιτούσε θρασύδειλα μέσα στα μάτια, δίχως ίχνος ντροπής, δίχως ίχνος συμπόνιας. Ήταν νέα και όμορφη, στην ακμή της, με σπινθηροβόλο βλέμμα, εκφραστικά χείλη, και θεληματικό πηγούνι. Μόνο αυτά μπορούσε να διακρίνει από αυτήν, όλα τα άλλα ήταν καλυμμένα από το μαύρο σαν νύχτα πέπλο που την τύλιγε, και την έκανε να φαίνεται πως πενθεί. Το πρόσωπο της όμως δεν πενθούσε καθόλου.
Ο άντρας δεν είχε αισθήματα για αυτήν. Ποτέ δεν ασχολήθηκε μαζί της, ποτέ του δεν της έδωσε, την πρέπουσα σημασία, κι αυτή, για τον λόγο αυτό, πήρε την εκδίκηση της! Η περηφάνια της δεν μπορούσε να αφήσει ατιμώρητο έναν άντρα, που την αγνόησε, έναν άντρα που φάνταζε πιο περήφανος από την ίδια, κι απ’ όλη της την ουσία. Άντρες και άντρες είχαν πληρώσει μπρος στα φουστάνια της, αυτήν την αδιαφορία. Αυτήν την περηφάνια, αυτόν τον εγωισμό. Όλοι τους είχαν συμβάλει στο να γίνουν τα φουστάνια της πιο μαύρα και από την νύχτα, και να μοιάζουν σαν αραχνοΰφαντο πέπλο ριγμένο πάνω στους ανθρώπους, που τους σκεπάζει μέχρις ότου αφήσουν την στερνή θνητή τους πνοή.
Ένιωθε ένα τσίμπημα μέσα του όμως, ένα τσίμπημα που τον προειδοποιούσε πως αυτή, αυτή η μαυροντυμένη γυναίκα, είχε κάνει να νιώθει ο άντρας έτσι. Να νιώθει σαν άβυσσο την καρδιά του, σαν γυαλί την ψυχή του, και να αισθάνεται το μυαλό του σκοτισμένο. Αυτή η γυναίκα ήταν η απάντηση, στο ποια μοίρα τον σημάδεψε… κι αυτό έκανε και τώρα αυτή η Μοίρα, τον σημάδευε με το βλέμμα της, με όλη της την ψυχή, με όλη την ουσία που την διακατείχε από τότε που γεννήθηκε από Θεούς και Τιτάνες, και κατοίκησε στις νύκτες και στους χειμώνες.
Πριν φτάσει εδώ στην πόρτα ο άντρας, πριν ακόμη έρθει εδώ, σε τούτο το σπίτι μέσα στο δάσος και αντιμετωπίσει μέσα του τον Χρόνο, πριν μάθει όλα όσα έμαθε και δει όσα είδε, ο άντρας αυτός μετά από εκείνην την χειμωνιάτικη νύχτα, που ένα άστρο έπεσε, ταξίδεψε πολύ. Ταξίδεψε μέσα σε θάλασσες, και στις μπόρες τους και στις φουρτούνες τους. Πάλεψε με τα μανιασμένα κύματα που ξέβραζαν τα μάτια του, και με της ψυχής του τ’ άγρια τα αστροπελέκια. Κουμάνταρε και έχασε το καράβι του. Μα βρήκε και στεριές. Βρήκε και νησιά. Γνώρισε την Κίρκη και την Καλυψώ, και ήπιε μαζί τους το γλυκό πιοτό της λησμονιάς, χορεύοντας στον χορό που λύρες έπαιζαν μαγεμένες από την ομορφιά των κυράδων τους. Ατένισε τον έναστρο ουρανό, ξαπλωμένος στα νυμφικά τους κρεβάτια, δίπλα στην αμμουδιά, και ονειρεύτηκε το λυτρωτικό ταξίδι του, που του ‘χαν τάξει οι σειρήνες. Χάθηκε όμως πάλι στις ερήμους και στις Σαχάρες που άνοιξαν μπροστά του. Ένιωσε την καυτή ζέστη να του αφήνει στα χείλη μόνο μια πνοή, και πλανήθηκε με τις οάσεις που του πρόσφεραν οι ψεύτικες αισθήσεις του. Λάτρεψε σαν θεούς τις σταγόνες της βροχής, που έκανε πολύ καιρό να νιώσει πάνω στο διψασμένο και ξερό κορμί του. Μα βρήκε στο διάβα του και Βεδουΐνους μοναχούς, που απλόχερα του πρόσφεραν την κάθε τους πηγή σοφίας και εμπειρίας. Βρήκε στα καραβάνια που συνάντησε κι αλχημιστές, τους τελευταίους της γενιάς, που μάταια του πρόσφεραν το ελιξίριο της αθανασίας και κάθε άλλο ελιξίριο κάθε ανθρώπινης επιθυμίας. Βρέθηκε σε δάση τροπικά και άγρια, να παλεύει με τα θηρία της φύσεως που γέννησε η γη. Μίσησε τα πυκνά δάση που θόλωναν τον νου του, και την ζωή αυτή που τον εγκλώβισε μέσα στα νύχια της και στα κλαδιά της. Έκανε ένα την οργή του με τον πνεύμα του, κάτω από τις ανεπιθύμητες ευλογίες της φυγής. Μάζεψε όμως και τα φρούτα που του ‘δωσαν δύναμη και σθένος, και βρήκε τα δικά του μονοπάτια που χάραξαν ιθαγενείς. Και βρήκε ακόμη, τα κρυμμένα χωριά αυτά των ιθαγενών, και μίλησε με τους μάγους τους, που του ‘δειξαν το πεπρωμένο του, που φώλιαζε σαν δράκος κοιμισμένος μέσα στο σώμα του. Πήρε τις συμβουλές των αρχηγών, που του είπανε να μην ξεχνά το χρέος του, και την αξία αυτού του χρέους. Έφτασε ως τον μακρινό και χιονισμένο βορρά, κι ένιωσε το κρύο της μοναξιάς, που τρυπά κάθε ορατό και αόρατο του ανθρώπου. Πνίγηκε μέσα στις χιονοστιβάδες που κυρίευσαν τον χαρακτήρα του, και πιάστηκε από τα μαλλιά του εγωισμού του για να σωθεί. Πρόδωσε και προδόθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό, τις στιγμές που η νύχτα μεγάλωνε, κι ο ήλιος γυρνούσε την πλάτη του αδιάφορος. Πάλεψε με τ’ άγνωστα τέρατα των σπηλιών και γλύτωσε από διαβάτες ατρόμητους και στέρεους, που ζούνε αιώνια στα ψηλά βουνά, μακριά από τους ανθρώπους, που μόνο ακουστά τους έχουν. Κατάλαβε την σημασία της φωτιάς και την χρήση της, που θέλει μέτρο και προσοχή και ζέστανε την ψυχή του, μονάχα με μια φλόγα.
Μα να που όλα αυτά που έζησε στα ταξίδια του, δεν στάθηκαν ικανά όσο έβλεπε τώρα μπροστά του την μαυροντυμένη γυναίκα, να τον βοηθήσουν να τα βάλει μαζί της. Παρά την ήττα του όμως, δεν χαμήλωνε το βλέμμα. Ήταν πολύ εγωιστής για να το κάνει αυτό, όσο κι αν τον πονούσε αυτή η ήττα. Η γυναίκα το απολάμβανε αυτό όμως, χαιρόταν με την διαφαινόμενη ανοησία του ανδρός. Δεν μίλησαν, δεν αντάλλαξαν λόγια – άλλωστε η Ζωή, δεν μιλά, μόνο κάνει. Τα χείλη του άρχισαν να ματώνουν, όσο τα δάγκωνε, και οι αισθήσεις του είχαν περάσει σε άλλον κόσμο, σε άλλη διάσταση. Δεν ένιωθε με το σώμα, δεν ένιωθε τα ορατά, δεν ένιωθε όλα αυτά που είχε μάθει να νιώθει από τότε που γεννήθηκε. Το πνεύμα του, η ψυχή του, είχαν πλέον τις αισθήσεις. Τα μάτια του ήταν πλέον ανοικτά, κι έβλεπε. Ω ναι, αυτό που επιθυμούσε διακαώς, είχε γίνει. Αυτό που τον βασάνιζε, αυτό που τον έκανε να χωριστεί στα δύο, αλήθεια κι εγώ, εγώ κι αλήθεια, είχε νικητή, κι είχε νικητή κάποιον ή κάποια που δεν περίμενε πως θα κέρδιζε.
Κι αυτήν η κάποια που κέρδισε μέσα του, είχε τόσα χρόνια χάσει για αυτόν, την πρωτόγνωρη της αίσθηση, που είχε αφήσει πάνω στο πέπλο που σκέπαζε την πνευματική του υπόσταση. Κι όλα αυτά τα χρόνια, αδυνατούσε να την αναγνωρίσει, αδυνατούσε να τη συλλάβει, την φοβόταν, δυσπιστούσε απέναντί της, και στο τέλος είχε φτάσει να προσβάλει και να απαξιεί την ίδια της την υπέροχη και αδιαμφισβητήτως μοναδική της φήμη.
Κι αυτό το άστρο, αυτό το αστέρι που κάποτε έπεσε, εν μέσω μιας χειμωνιάτικης βραδιάς, έχασκε μπροστά στον ιδιόρρυθμο, ιδιότροπο και παράξενο αυτό άντρα, και σε όλη του την συμπεριφορά. Αυτό το όνειρο, η γεύση του παράδεισου, ο ίδιος ο παράδεισος ήταν το άστρο. Η νεράιδα αυτή, η νύμφη, η θεά που έπεσε, μα έμενε ακόμη στην δόξα της. Αυτός ο έκπτωτος άγγελος, που έχασε τα φτερά του, κι έγινε άνθρωπος, κι ο άντρας άγγιξε λίγο το νέκταρ που έσταζαν από τις πληγές του. Αυτός την ένιωσε, αυτός την κατάλαβε, αυτός την αγάπησε. Ήταν το απάνεμο λιμάνι του, η πατρίδα του που γεννήθηκε για αυτόν, τα μάτια που βάφτηκαν με το μόνο χρώμα που θα άγγιζε την καρδιά του. Ήταν το παρελθόν του, το παρόν του, το μέλλον του. Ήταν η μοίρα του, ήταν το πεπρωμένο του. Και δεν τον ένοιαζε αν ήταν ψέμα. Γιατί δεν ήταν. Ήταν η αλήθεια, η αλήθεια του.
Έστρεψε το βλέμμα του πίσω από την μαυροντυμένη γυναίκα, προς τα ‘κει που κίνησε να φύγει. Στο σταθερό θρασύδειλο βλέμμα της Ζωής, μικρές χαραμάδες ανησυχίας έκαναν την εμφάνιση τους. Και μες στις κόρες των ματιών, το μαύρο τους χρώμα, άρχισε να βάφεται σιγά – σιγά με το χρώμα της οργής και του θυμού. Μίσος περιέβαλε όλο τον τόπο γύρω. Ο άντρας φτάνοντας δίπλα της, ακριβώς δίπλα της, σταμάτησε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν το περίμενε αυτό η γυναίκα, νόμιζε ότι θα προσπαθούσε να της δείξει πως αδιαφορεί. Σάστισε. Ο άντρας σαν ένδειξη κάποιας έκφρασης που θα βγάζε από τα χείλη στους ανθρώπους, έκλεισε για λίγο τα μάτια και ταυτόχρονα πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ήξερε ποια ήταν πλέον ο εχθρός του. Το κατάλαβε.
Έπειτα συνέχισε αποφασιστικά και σταθερά το βήμα του, μη γυρνώντας να κοιτάξει ούτε μια στιγμή την Ζωή. Ένιωθε άλλωστε σίγουρος πως την είχε αποστηθίσει. Δεν τον ένοιαζε τίποτε, αυτό ήταν. Ήξερε, κι ένιωθε σίγουρος για αυτό, πως θα ‘βρισκε τον τρόπο, θα ‘φτανε η ώρα, που αυτή η γυναίκα θα ήταν γονατισμένη σε μια γωνιά, γριά, ανίκανη και στο έλεος του. Κι αυτή η σιγουριά αντλούνταν από το αστέρι εκείνο, το οποίο είχε πέσει πριν κάποια χρόνια. Ότι άξιζε σε όλη του την πορεία ήταν αυτό το αστέρι. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου κι εμπειρίας…


© copyright, ανδρέας λισσόβας


Άστρα μη με μαλώνετε - Μανώλης Λιδάκης

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Από τον ένα μαχαλά, στον άλλο… (πεζογράφημα)



Η Ζ. ξαναγύρισε πλέον στο χωριό, δέκα χρόνια μετά. Αλλά όχι στο σπίτι που έμενε πριν φύγει, στον κάτω μαχαλά, αλλά σ’ έναν άλλο, στον πάνω. Για αυτήν την κατάληξη βέβαια, ευθύνεται κι ο τρόπος που είχε φύγει, δέκα χρόνια πίσω, τότε που ακόμη όλα ήταν κρυφά, και τίποτε δεν μπορούσε να προβλέψει τα πρωτόγνωρα, ίσως, περιστατικά που έζησε το χωριό. Βέβαια, ειδικά το χωριό αυτό που γεννήθηκα και μεγάλωσα, δεν είχε και ιδιαίτερο πρόβλημα από ιστορίες που έδιναν τροφή για κουτσομπολιά.
Παντρεμένη με τον Π., στα πενήντα της περίπου χρόνια είχε σχεδόν τρεις δεκαετίες νυμφευμένη. Με δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη – ο γιος της ανύπαντρος μέχρι και σήμερα, η δε κόρη κι αυτή με δυο παιδιά, κόρη και γιο – ζούσε με τον άντρα της και το γιο της στον κάτω μαχαλά του χωριού. Η κόρη της, παντρεμένη, ζούσε και ζει στο διπλανό χωριό, το κεφαλοχώρι του δήμου. Τότε βέβαια τα παιδιά της κόρης της, τα εγγόνια της, ήταν μωρά. Το κοριτσάκι πλέον θα ‘χει γίνει ολόκληρη κοπέλα, κι η αλήθεια είναι πως το αναγνωρίζω καμιά φορά αν το δω, απ’ τα χαρακτηριστικά μεγάλα μάτια που έχει. Το αγοράκι δεν νομίζω να το αναγνωρίσω ποτέ, δεν το έχω δει κιόλας, μικρότερο και μωρό τότε, έχουμε χρόνια διαφορά και τώρα που ‘χω φύγει κιόλας που να το δω… εδώ δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω τα πιτσιρίκια που άφησα… τα μωρά θα αναγνώριζα;
Η ίδια η Ζ. όμως θα τα αναγνώριζε, κι ας έχει τόσα χρόνια να τα δει. Κι αν τα ‘χει δει, θα τα ‘χει δει από μακριά, γιατί ούτε η κόρη της, ούτε κι ο γιος της θέλουν να έχουν επαφές. Όχι ότι είχε φύγει και πολύ μακριά, 15 χλμ είχε ξενιτευτεί όλα κι όλα. Αλλά το θέμα δεν ήταν ότι είχε φύγει μόνη της, αλλά με τον «αγαπητικό» της.
Ο «αγαπητικός» της δεν ήταν παρά ένα γεροντοπαλίκαρο, γύρω στα 48 τότε, που ζούσε στο ίδιο σπίτι με τη γριά μάνα του, η οποία είχε πεθάνει κάνα χρόνο πριν το περιστατικό, και με την παρατημένη αδερφή του και τα δυο της παιδιά, τα οποία όμως τότε είχαν ήδη φύγει, καθώς σπούδαζαν ή δούλευαν στην Αθήνα.
Τώρα πόσο καιρό υπήρχε αυτό το ερωτικό ειδύλλιο, ουδείς γνωρίζει παρά μόνο οι δυο πρωταγωνιστές του. Ίσως να ‘χε χρόνια, ίσως και μήνες μόνο, αλλά το κακό μια φορά θέλει για να γίνει κι όχι κάθε μέρα, ή πιο σωστά στην περίπτωση, κάθε βράδυ.
Βράδυ ήταν λοιπόν τότε, ένα βράδυ φθινοπώρου, που ο Π. γύρισε νωρίτερα στο σπίτι του, απ’ ότι θα είχε μαντέψει το «ζευγαράκι» ότι θα γύριζε. Τι το ‘θελε; Για να βρεθεί ένας μεσήλιξ γυμνός να τρέχει άρον – άρον να κρυφτεί, κι ένας άλλος να τον κυνηγά με μια τσουγκράνα; Σούσουρο είχε γίνει στο χωριό, αφού ακόμη και στα παιδιά τότε πρώτο θέμα ήταν για μέρες.
Σαφώς και το γεγονός ήταν ένα κι αυτό θυμάμαι. Οι λεπτομέρειες φαντάζομαι πως θα ‘ταν εικασίες των χωρικών, που ήθελαν να κωμικοτραγικοποιήσουν την ήδη κωμικοτραγική κατάσταση. Τώρα αν ο Μ., έτρεχε γυμνός δεν το ξέρω, αλλά το ότι ο Π. με την τσουγκράνα ανά χείρας τον έψαχνε, είναι αλήθεια. Περπατούσαμε ένα βράδυ, λίγες μέρες πιο μετά, παρέα με δυο φίλους μου, στο χωριό. Συνηθίζαμε να περπατάμε και να μιλάμε τα βράδια στο χωριό, όταν και ξαφνικά εμφανίστηκε φουριόζος ο Π., να ψάχνει προφανώς για τον «αγαπητικό» της γυναίκας του, και να μας προσπερνάει σχεδόν τρέχοντας, με την τσουγκράνα πάντα στα χέρια. Εμάς, να μας πήγε! Διότι φοβηθήκαμε ότι αυτός πάνω στα νεύρα του, θα ξεσπούσε και σε ‘μας. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι χρόνια μετά, γελώ μέσα μου με το μυαλό που κουβαλούσαμε. Εμείς δεν φταίγαμε σε τίποτε, παρά μονάχα στο ότι είχαμε ακούσει τα κουτσομπολιά και ξέραμε την ιστορία, με αποτέλεσμα να είναι μέσα μας ο Π., δακτυλοδεικτούμενος.
Και το έκανε αυτό, το ψάξιμο του Μ., με την τσουγκράνα, όπως είπαμε, ανά χείρας για κάμποσες μέρες. Τώρα τι ήθελε να επιτύχει με αυτό… να αποδώσει δικαιοσύνη, ή να ζητήσει τα ρέστα; Φευ… δικαιολογείται μονάχα για αυτό που λένε, εν βρασμώ ψυχής. Αλλά και πάλι, κατά την ταπεινή μου γνώμη και άποψη, ούτε ο πρώτος ήταν που το έπαθε, ούτε κι ο τελευταίος. Κι άσε το χωριό, και το κάθε χωριό, να λέει, πάντα έτσι θα κάνει άλλωστε…
Την ντροπή ποιος την έχει και ποιος την πήρε, μόνο ο Θεός το ξέρει κι Αυτός ας κρίνει. Η Ζ. τι κέρδισε από όλη αυτή την ιστορία; Μάλλον την κατάκριση και τη χολή, ενός ολόκληρου χωριού. Γιατί πλέον αναγκαστικά γύρισε πάλι στο χωριό. Σε νοικιασμένο ζούσε αυτά τα χρόνια το «ζευγαράκι» άλλωστε, μα τώρα που δυσκόλεψαν τα πράματα, επέστρεψαν. Αν όχι την ίδια μέρα της αποκαλύψεως, την επομένη το «ζευγαράκι» είχε φύγει από το χωριό, το οποίο δεν τους χωρούσε άλλο, για να φτάσουμε πλέον στο σήμερα.
Πολύ μακριά δεν μπορούσαν και να φύγουν, διότι ο Μ. ήταν και είναι αγρότης και τα χωράφια θα εξακολουθούσε να τα δουλεύει. Η ίδια η Ζ. τι θα ‘κανε ποιος ξέρει, αν μετάνιωνε ή όχι, κι αν αναλογιζόταν τι είχε κάνει. Χρόνια πάντως είχε κι έχει στη διάθεση της. Θα αναρωτήθηκε κιόλας άλλωστε, τι τους ήθελε τους έρωτες σ’ αυτήν την ηλικία…; Γιατί όχι τίποτε άλλο, μα αν προσπαθήσει κανείς να συγκρίνει τον Π. με τον Μ., θα δει πως κι οι δυο έχουν πολλά κοινά. Αγρότες, φτωχοί και μοιροκαμένοι απ’ τη ζωή, με την ίδια ντροπή κι οι δυο να βγουν στο μαγαζί του χωριού. Ο μεν για αυτό που έπαθε, κι ο δε για αυτό που έκανε.
Κι η πέτρα του σκανδάλου, η Ζ., να βρίσκεται στην άλλη άκρη του χωριού, δέκα χρόνους μετά, και κυριολεκτικά και μεταφορικά, απομονωμένη και απομακρυσμένη. Και πώς να νιώθει αναρωτιέμαι, σκεπτόμενη πως στο ίδιο χωριό βρίσκεται ο γιος της που δεν μπορεί να αντικρύσει στα μάτια; Και τι φταίει κι αυτός για τα καμώματα της μάνας του… Αλλά ψάξε να βρεις το δίκιο σου σε αυτή τη ζωή…
Μα βέβαια, το ζουμί όλης της ιστορίας, δεν είναι ποιος φταίει περισσότερο και ποιος λιγότερο, μα πως κάθε πράμα είναι και στον καιρό του τελικά, για να μην γίνεται ο άνθρωπος δέσμιος των λαθών του. Έτσι κι οι έρωτες είναι για τα νιάτα, που ούτε πολλές ευθύνες έχουν ακόμη, κι ούτε και δεσμεύσεις για να δώσουν λόγο… Που θεωρούνται κατά βάσιν απερίσκεπτα και μοναχά μαθήματα παίρνουν κι όχι παθήματα, που στιγματίζονται απ’ τους ανθρώπους για μια ζωή… και δεν τα σβήνει ούτε κι ο χρόνος. Ευτυχώς όμως, που ο Θεός δεν είναι ούτε σαν τους ανθρώπους, ούτε και σαν τον χρόνο και συγχωρεί… τον καθένα μας, σ’ όποιον μαχαλά κι αν βρίσκεται…

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Το μέτρημα - Νατάσσα Μποφίλιου

Τους ανθρώπους της ζωής μου
κάθισα να τους μετρήσω
τους παρόντες, τους απόντες
κάνα δυό περαστικούς

Όσους ήρθαν για να μείνουν
όσους έφυγαν πριν γίνουν
τους κοινόχρηστους,τους ξένους
τους πολύ προσωπικούς

Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
ή μου βγαίνουνε πολλοί
κι είναι η μοναξιά που επείγει
ό,τι με μελαγχολεί.

Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
ή μου βγαίνουνε πολλοί
σ' ένα μέτρημα που ανοίγει
την παλιά μου την πληγή

Τους ανθρώπους της ζωής μου
θα 'θελα να τους κρατήσω
τα αγρίμια, τους αγγέλους
και τους πιο κανονικούς

Όσους άφησαν σημάδι
όσους πήρε το σκοτάδι
τους "εκείνους", τους τυχαίους
τους πολύ προσωπικούς

Άνθρωποι μόνοι που άφησαν σκόνη
φιλίες κι αγάπες που πήραν οι δρόμοι
κλεμμένοι, κρυμμένοι, κρυφά δανεισμένοι
τυχαίοι, γενναίοι, δειλοί,φοβισμένοι
Δικοί μου και ξένοι, λαμπροί και θλιμμένοι
σε σχέσεις, σε σπίτια καλά κλειδωμένοι
Χαρούμενοι, άσχετοι, συνεπιβάτες
μποέμ καλλιτέχνες, παιδιά με γραβάτες
Εχθροί μου και φίλοι, μικροί και μεγάλοι
που δίνουν με μέτρο, που κάνουν σπατάλη
Αγάπες που έμοιαζαν να 'χουν αξία
και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία
Φτωχοί συγγενείς που σερβίρουν τα έτοιμα
οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα
όσοι ζουν με το αίσθημα
Φοβάμαι πως χάνω το μέτρημα

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

2 Χρόνια Ξύλινος Ιππότης



Από χρόνο σε χρόνο, κι από όνειρο σε ανάμνηση, μέχρι να φτάσει κάποτε το πλήρωμα το αναπόφευκτο του χρόνου. Έτσι λοιπόν κι εδώ, ο Ξύλινος Ιππότης, έφτασε τα 2 χρόνια του και παρά τις κατά καιρούς επιθυμίες του εν λόγω «ποιητή», συνεχίζει να ζει και να αναπνέει, να ακολουθεί το δικό του δρόμο, όντας πλέον όπως είναι και η ουσία του, όχι αθάνατος, μα πάντοτε αναγεννημένος, ξανά και ξανά, σε αντίθεση με όλη την φύση της ζωής και του θανάτου. Αλλά σαν να βλέπω πλέον καλύτερα με την πείρα που αποκτώ κι εγώ, κάτι σα να διακρίνεται στο ξίφος του Ιππότη. Σκαλισμένη βλέπω, μια επιγραφή:
«Verba volant, scripta manent»
Κι αυτό μάλλον το σκάλισε για να το θυμάται πάντοτε, να μην το ξεχνά, όταν κάθε λέξη που ξεπηδά μέσα στο χαρτί, πως δεν είναι απλά λέξεις σε σειρά αυτά που κάμει, μα λόγος αιώνιος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, τη ζωή του, την μοίρα του. Την μοίρα που σκαλίζει κάθε μέρα που περνά, με τον τρόπο του, όπως σιγά - σιγά και ταπεινά έμαθε, σε ένα μικρό δωμάτιο, στο πατρικό του, στο χωριό του, τα βράδια, μ’ ένα μόνο φως από ένα μικρό φωτιστικό, τις νύχτες αυτές που τίποτε δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα σε αυτόν και το χαρτί. Κανείς δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα σ’ αυτόν και στις σκέψεις του. Σ’ αυτόν και στα όνειρα του. Σ’ αυτόν και στην ζωή του. Κι έγινε όλο αυτό συνήθεια, έγινε σώμα, έγινε πνεύμα, έγινε Ξύλινος Ιππότης.
Άνοιξε όμως ο ασκός του Αιόλου, κι από την βαθιά κι αχόρταγη μνήμη αρχίζουν να ξεπηδούν αναμνήσεις από τα μακρινά και από τα κοντινά, απ’ τα σημαντικά κι απ’ τα ασήμαντα, απ’ τα λίγα της ζωής, κι απ’ τα πολύ λίγα που γίνονταν απλά στιγμές. Στην ουσία όμως δεν επιθυμώ απόψε να δέσω τις περίεργες αυτές νύμφες σ’ έναν χορό, όπως συνηθίζω πολύ συχνά να κάμω, και θα τις αφήσω να χορέψουν μια άλλη στιγμή, μια άλλη βραδιά, που θα ξανά αναγεννηθεί για άλλη μια φορά ο Ξύλινος Ιππότης, όταν πάλι από καιρό φτάσει να καεί…
Όχι, όχι, ο Ιππότης ετούτη τη στιγμή είναι πολύ καλά. Δεν πλησιάζει καμιά φωτιά ακόμη στον ορίζοντα. Στέκεται φρουρός στον μικρό του πύργο στις παρυφές του δάσους, αγναντεύοντας τους καιρούς… Αυτή είναι η δουλειά του, αυτό είναι το καθήκον του. Και του αρέσει. Δεν φοβάται. Ίσως γιατί ξέρει πως όσες φωτιές κι αν πλησιάσουν και τον κάψουν, οι ίδιες θα είναι που θα τον ξανά αναγεννήσουν, και θα τον κάμουν δυνατότερο και σοφότερο…

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Το όνειρο του πολεμιστή - Γιάννης Χαρούλης

Στου δράκου την καμπούρα
πάνω στης ράχης το φτερό
στ’ άγρια τα κάστρα πολεμάω
κι έτσι τους χρόνους μου μετρώ

Φτιάχνω φαρέτρα μαύρη
απ’ της νύχτας τα μαλλιά
πάνω στης γης τ’ αλάτι γράφω
και τραγουδώ με τα σκυλιά

Την κούπα μου γεμίζω,
κερνάω το φίδι για να βγει
όρθιος στον ήλιο να γρικάω,
 στον ουρανό του αετού η κραυγή.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Αισθήσεις



Ας θέσουμε κάποια παραδείγματα, με βάση την λογική της οράσεως (και των αισθήσεων γενικώς), στην οποία και βασιζόμαστε. Ο εκ γενετής τυφλός δεν έχει γνωρίσει ποτέ τα χρώματα, τα σχήματα και ούτω καθ’ εξής. Δεν ξέρει τι χρώμα έχει ο ουρανός, ούτε πως μοιάζει. Τι είναι το δέντρο, και πως είναι σε σχήμα. Πως φαίνεται η θάλασσα, και τα βράχια. Δεν έχει δει ποτέ τον ίσκιο στο φεγγάρι, που δείχνει ότι η γη είναι στρογγυλή. Ούτε καν γνωρίζει πως είναι το φεγγάρι, πως είναι ο ήλιος, τι είναι το φως. Τα αστέρια πως λάμπουν και τι σημαίνει «λάμπω» δεν το καταλαβαίνει. Δεν ξέρει αν έχεις πράσινα ή μπλε μάτια. Αν έχεις καστανά. Αν τα μαλλιά σου είναι αραιά ή πυκνά, και τι χρώμα. Ότι γνωρίζει ο εκ γενετής τυφλός είναι μέσω της αφής για τα σχήματα. Έτσι ψηλαφίζοντας γνωρίζει αρκετά πράγματα, όχι όμως και το φεγγάρι για παράδειγμα… Όσες δηλαδή αισθήσεις και να έχει, δεν μπορεί ποτέ του να φανταστεί τι είναι τα χρώματα. Τι σημαίνει πράσινο, κόκκινο, κίτρινο, και ούτω καθ’ εξής, μόνο εγκυκλοπαιδικά το γνωρίζει μέσω της ακοής. Πως λοιπόν θα εξηγήσεις ακόμη και σε εμένα τι είναι το χρώμα; Ποιος είναι ο ορισμός του χρώματος; «Το χρώμα είναι μια αίσθηση που δημιουργείται στον εγκέφαλο από μέρος της αλληλουχίας των ηλεκτρικών ώσεων που φθάνουν σε αυτόν μέσω του οπτικού νεύρου Ο εκ γενετής τυφλός όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα οπτικά νεύρα, έτσι λοιπόν, το χρώμα είναι για αυτόν, όπως ο Θεός για τον άθεο, α-όρατος μεν, υπαρκτός δε.
Όπως τα άτομα με CIPA ή αλλιώς Συγγενής Αναισθησία στον Πόνο με Ανίδρωση. Αυτά τα άτομα δεν νιώθουν πόνο, ούτε ζέστη, ούτε κρύο. Τα αισθητήρια νεύρα τους, λόγω μίας μεταλλάξεως, δεν αναπτύσσονται και έτσι είναι απολύτως άχρηστα. Σε ένα τέτοιο άτομο πως θα εξηγήσεις τι είναι ο σωματικός πόνος; Πως θα του πεις πως όταν σπάσεις το χέρι σου πονάς; Πως θα του δώσεις να καταλάβει πως κρυώνεις ή ζεσταίνεσαι; Τι είναι η θερμοκρασία για αυτό το άτομο; Κι αν ακόμη το γνωρίσει, μέσω της εγκυκλοπαιδικής γνώσεως, δεν μπορεί και να το κατανοήσει πλήρως. Αν ένα άτομο με CIPA, σπάσει το πόδι του, δεν πρόκειται να πονέσει, και μπορεί και να μην το καταλάβει και καθόλου, ενώ εσύ αν το πάθεις αυτό θα σφαδάζεις στον πόνο ανίκανος να διατελέσεις οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ο πόνος, ή η θερμοκρασία. Έτσι λοιπόν είναι κι ο Θεός για τους άθεους, μπορεί να μην τον νιώθουν, δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει.
Οι εκ γενετής κουφοί, δεν μπορούν να ακούσουν κανέναν ήχο, κι ούτε ξέρουν να εξηγήσουν τι είναι ήχος. Τι είναι θόρυβος, τι είναι ηχορύπανση, τι είναι μουσική, μελωδία. Τι ήχο βγάζει το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς, η λύρα, η κιθάρα ο κουφός δεν ξέρει. Τι είναι οι νότες δεν μπορεί να κατανοήσει, ακόμη κι αν τις διαβάζει. Πως κλαίει ένα μωρό, πως γουργουρίζει ένα περιστέρι, πως ακούγονται όταν  κελαηδούν τα πουλιά, δεν μπορεί να το διανοηθεί. Ο κόσμος γύρω μας είναι γεμάτος ήχους, από το πρωί μέχρι το βράδυ, από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρις που πεθαίνουμε. Τα τραγούδια αποτελούν μεγάλο μέρος της ζωής ενός ανθρώπου, για τον κουφό όμως δεν αποτελούν κανένα κομμάτι της ζωής του, γιατί ποτέ του δεν τα έχει γνωρίσει, και υπάρχει και πιθανότητα να μην τα γνωρίσει ποτέ. Κανέναν ήχο, καμιά μελωδία, κανέναν θόρυβο. Κι ο Θεός έτσι είναι για τον πιστό, όπως μια μελωδία, την οποία ο άθεος δεν μπορεί να ακούσει –ίσως- και ποτέ του.
Η επιστήμη λοιπόν βασίζει τις θεωρίες της κυρίως σε αυτές τις ανθρώπινες αισθήσεις. Την όραση, την αφή και την ακοή. Κι έπειτα στο λογικό. Και ομολογώ πως δεν κάνει λάθος. Διότι αυτές είναι οι αισθήσεις μας, για αυτόν εδώ, το χειροπιαστό κόσμο, τον ορατό, και παρ’ ότι υπάρχουν άτομα που δεν μπορούν να δουν, να νιώσουν, να ακούσουν, δεν είναι «φανταστικός», μα και τον βλέπουμε, και τον νιώθουμε, και τον ακούμε.
Πως όμως θα δώσεις στον τυφλό, στον ασθενή CIPA, στον κουφό, αυτά που εσύ έχεις αποκτήσει μέσω αυτών των αισθήσεων, που δεν δύνανται να έχουν αυτά τα άτομα; Σε τι θα βασιστεί ο τυφλός, όταν του λες πως ο ουρανός είναι γαλάζιος; Στην πίστη. Στην εμπιστοσύνη προς εσέ. Αν όμως δεν σε πιστεύει ή δεν σε εμπιστεύεται, αυτό δεν είναι δείγμα ότι ψεύδεσαι. Σε τι θα βασιστεί ο ασθενής CIPA, όταν του λες πως το μαχαίρι σε κόβει, η φωτιά σε καίει, ότι ο πόνος είναι υπαρκτός; Στην πίστη. Στην εμπιστοσύνη προς εσέ. Κι αν δεν σε πιστεύει ή δεν σε εμπιστεύεται, δεν σημαίνει αυτό ότι εσύ λες ψέματα. Κι ο κουφός, σε τι θα βασιστεί όταν του δείχνεις πως υπάρχει θόρυβος, ότι όταν ανοίγεις το στόμα σου και μιλάς βγάζεις ήχους, ότι παίζοντας την κιθάρα ακούγεται μουσική; Στην πίστη. Στην εμπιστοσύνη προς εσέ. Κι αν δεν σε πιστεύει και δεν σε εμπιστεύεται, δεν αφαιρεί από τον κόσμο τον ήχο.
Κι όσο αν οι ανθρώπινες αισθήσεις προσπαθούν να «πετάξουν» τον Θεό από τον κόσμο, δεν μπορούν και να τον «εξαφανίσουν». Διότι ο Θεός βρίσκεται σε όσους τον αναζητούν μέσω του πνεύματος, κι όχι του σώματος.

© copyright, ανδρέας λισσόβας

«Ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ιδήτε.»


Θέε μου μεγαλοδύναμε (Η προσευχή του μάγκα) - Αλκίνοος Ιωαννίδης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...