Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ο χαμένος φίλος (διήγημα)


Η ζωή πολλές φορές μοιάζει τόσο ίδια, μα σαν την δεις και την πιάσεις με τα χέρια σου είναι τόσο διαφορετική και πρωτόγνωρη κάθε φορά, που μόνο ίδια δεν θα την πεις. Κοιτάς γύρω σου, και πιστεύεις πως όλα είναι σαν και χτες, μα σαν δεις καλύτερα, σαν κοιτάξεις πιο βαθιά, θα καταλάβεις πως η κάθε μέρα είναι μια νέα, διαφορετική μέρα, μα και το κάθε βράδυ, είναι τελικά ένα νέο, διαφορετικό βράδυ. Όπως τότε πριν κάποια χρόνια, εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ στις 4 Γενάρη…
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καλό άνθρωπο, το ξέρω πως έχω κάνει πολλά λάθη αλλά και πάλι όσο περισσότερο μπορούσα να βοηθήσω κάποιον το έκανα. Αλλά κάποιες φορές δεν μπορείς να δώσεις και παραπάνω απ’ ότι έχεις – άνθρωπος είσαι. Πόσο μάλλον όταν ζητάνε υπερβολικά πράγματα από εσένα. Ίσως να μη τήρησα την εντολή «αγάπα τον πλησίον σου» – όπως θα έπρεπε. Δεν ήξερα τι άλλο όμως να κάνω και πιστεύω ότι με την απομάκρυνση μου του έκανα περισσότερο καλό, σε αντίθεση από το να μην έφευγα και να έμενα.
Θεώρησα ότι με αυτήν την απομάκρυνση μου, ο Βαγγέλης θα έβλεπε πως στον κόσμο υπάρχουν και άλλοι που μπορούν να τον αγαπήσουν και να τους αγαπήσει. Να δει πως υπάρχουν και άλλοι φίλοι καλύτεροι από εμένα, σε σχέση με εμένα που νιώθω ότι δεν ήμουν. Τώρα έχω μάθει πως είναι αρραβωνιασμένος και μάλιστα η αρραβωνιαστικιά του είναι και έγκυος. Μαθαίνω τακτικά για αυτόν τι κάνει και πως είναι, έστω και από μακριά. Μερικές φορές σκέφτομαι να πάρω ένα τηλέφωνο να τον ρωτήσω τι κάνει και πως είναι, αλλά δεν το κάνω γιατί κι αυτός έχει κάνει πλέον την ζωή του κι εγώ την δική μου. Στάθηκα πραγματικά ενάμιση χρόνο περίπου δίπλα του μετά από εκείνο το βράδυ, στις 4 Γενάρη, αφήνοντας στην άκρη αρκετούς φίλους και κοπέλες διότι κι όλοι οι υπόλοιποι που είχε, τον παράτησαν στα δύσκολα κι ήμουν ο μόνος φίλος που του είχε απομείνει και παρέμεινα γιατί εγώ το ήθελα, κι όχι γιατί έπρεπε. Και αυτά δεν τα λέω για να δικαιολογηθώ τίποτε, αλλά γιατί έτσι ήταν και έγιναν.
Μετά βέβαια, εγώ πήγα φαντάρος και ψιλοχαθήκαμε για ένα διάστημα. Πέρασα και μια κακή ψυχολογική κατάσταση λόγω της στρατιωτικής θητείας και κάπως έτσι πέρασε λίγος καιρός. Μέχρι που νοσηλεύτηκα στο 401, κι άρχισε να έρχεται ο Βαγγέλης κάθε μέρα και να μου φέρνει φαγητό. Ακόμα και λεφτά μου έφερνε αλλά εγώ ποτέ δεν τα δέχτηκα. Αργότερα πήγα στη Χίο, και έπειτα πήρα μετάθεση στην Αθήνα και συνεχίσαμε την παρέα.
Όλα ήταν καλά μέχρι που η κατάσταση άρχισε να γίνεται ανυπόφορη και εγώ να νιώθω πως παίρνω μια «θέση» που δεν ήταν ποτέ δική μου και δεν θα γινόταν ποτέ. Ο Θεός μας στέλνει στη ζωή με έναν συγκεκριμένο τρόπο – έτσι δεν είναι; – στην θέση αυτή που πραγματικά είναι φτιαγμένη για εμάς. Έτσι λοιπόν κανένας δεν μπορεί να πάρει την θέση κανενός, γιατί ο καθένας μας έχει την μοναδικότητα του, κι όσο κι αν λένε πως ουδείς αναντικατάστατος, δεν ισχύει αυτό σε καμιά περίπτωση. Και πείτε το αυτό σε μια μάνα, να δείτε τι θα σας πει, όσα παιδιά κι αν έχει…
Με τον Βαγγέλη πρωτογνωριστήκαμε τον Σεπτέμβρη του 1998 στην Α’ γυμνασίου που ήμασταν και συμμαθητές. Στην αρχή η αλήθεια είναι πως δεν κάναμε παρέα. Μετά από λίγους μήνες ο Βαγγέλης δεν ξανά εμφανίστηκε για όλο το χρόνο στο σχολείο. Τα άλλα παιδιά δεν έδωσαν σημασία, μα εγώ ανησύχησα και θέλησα να μάθω τι έγινε. Ας μην ήμασταν φίλοι, τον ήξερα έστω, δεν μπορούσα να μην ενδιαφερθώ. Ρώτησα και έμαθα πως έκανε μια σοβαρή εγχείρηση στο κεφάλι. Στενοχωρήθηκα σαν το έμαθα αυτό, αλλά επειδή δεν τον ήξερα και πάρα πολύ καλά και σαν παιδί που ήμουν τότε, συνέχισα απλά την ζωή μου.
Στην Β’ γυμνασίου, στην αρχή της σχολικής χρονιάς, τον συνάντησα πάλι και πιάσαμε την κουβέντα. Τον ρώτησα τι είχε περάσει, και μου είχε πει πως έκανε μια αγγειακή εγχείριση στο κεφάλι και παραλίγο να πεθάνει. Η αλήθεια είναι πως όταν τα έμαθα όλα αυτά, έδειξα συμπόνια και έτσι οι παρέες μας έγιναν πιο συχνές. Κουβεντιάζαμε πιο πολύ και άρχισα να συμπαθώ τον χαρακτήρα του. Με τον καιρό αρχίσαμε να πηγαίνει ο ένας στο σπίτι του άλλου, ή για καφέ, μέχρι που στην Γ’ γυμνασίου είχαμε γίνει πλέον κολλητοί. Μαζί πλέον στο θρανίο, μαζί στις πλάκες, μαζί στις γκόμενες, σε όλα μαζί… Όπως κάνουν οι πραγματικοί κολλητοί σε αυτήν την ηλικία.
Μάλιστα στο λύκειο είχα πλακώσει στο ξύλο τον πιο δυνατό του σχολείου, γιατί αυτός πείραζε τον Βαγγέλη συνέχεια. Ο Βαγγέλης ήταν καλό παιδί και ήταν και λίγο αφελής, έτσι ώστε ο άλλος έβρισκε το πάτημα, να κάνει τις μαγκιές του. Και όταν μια φορά ο Βαγγέλης αντέδρασε, ο άλλος τον έσπρωξε και χτύπησε το κεφάλι του με αποτέλεσμα να ματώσει. Εγώ εκνευρίστηκα τότε, επειδή γνώριζα το πρόβλημα του φίλου μου, και τον έδειρα. Δεν υπολόγισα τίποτε εκείνη τη στιγμή, ούτε ότι ήταν μεγάλο τσογλάνι τότε, ούτε ότι ήταν ο πιο δυνατός του σχολείου, τίποτε πραγματικά… Απέκτησα βέβαια και εγώ κάποιες μελανιές, αλλά από τότε δεν ξανά πείραξε τον Βαγγέλη. Ούτε αυτός, ούτε και κανένας άλλος.
Η ζωή συνεχιζόταν κανονικά και με τον Βαγγέλη παραμέναμε οι κολλητοί που είχαμε γίνει από το γυμνάσιο. Μέχρι που μια αποφράδα ημέρα στην Γ’ λυκείου ο Βαγγέλης ήρθε την ώρα που μπαίναμε στην τάξη, ενώ συνήθως βρισκόμασταν πιο πρωί, πριν αρχίσει το μάθημα και αράζαμε στο παρκάκι όπου τα λέγαμε και ηρεμούσαμε πριν αρχίσει το πρήξιμο που θα είχαμε μετά 6 ή 7 ώρες. Όταν βρήκα την ευκαιρία τον ρώτησα: «Έλα ρε, όλα καλά;». «Όχι» μου κάνει. «Γιατί ρε, τι έπαθες;». «Ο αδερφός μου ρε, δεν είναι καλά. Χτες δεν αισθανόταν καλά και τον πήγαμε στο νοσοκομείο.» μου λέει. «Τι έχει ρε;» ρωτάω κι εγώ. «Δεν ξέρουμε ακόμα» μου απάντησε. «Θα μάθουμε σε λίγο.»


Ο Παναγιώτης ήταν ο κατά 5 χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του, κι ο αγαπημένος του, καθώς είχε άλλον έναν αδελφό 3 χρόνια μεγαλύτερο, τον Γιάννη. Περνούσαν οι μέρες κι ο Βαγγέλης φαινόταν αναστατωμένος. Εγώ δεν ήθελα να τον ενοχλώ με αυτό το θέμα, και δεν τον ρωτούσα. Μέχρι που με παίρνει μια μέρα τηλέφωνο και μου λέει: «Άσε, Μάριε, υπάρχει πρόβλημα με τον Παναγιώτη.» «Τι πρόβλημα ρε;» «Έχει όγκο στην καρδιά.»
Μόλις το άκουσα αυτό τα έχασα... Μου έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι κι ο Βαγγέλης να ακούγεται από το ακουστικό να φωνάζει: «Ρε Μάριε, είσαι καλά ρε; Σήκωσε το!». Το σηκώνω κι εγώ, και με τρεμάμενη φωνή του λέω: «Καλά ρε, πως γίνεται αυτό, μόνο 23 είναι…
 «Ρε Μάριε δεν έχουν ηλικία αυτά» μου απαντά. «Θα το παλέψουμε και όπου βγάλει.»
Από τότε άρχισε ένας μεγάλος αγώνας για τον Παναγιώτη, τα ξέρεις, χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες, όλα αυτά. Κι όχι μόνο για τον Παναγιώτη αλλά για όλη την οικογένεια, και για τον Βαγγέλη. Κι ας προσπαθούσε να δείχνει δυνατός ο φίλος μου, δεν ήταν. Τον καταλάβαινα… κι ανθρώπινο είναι, γιατί ποιος αλήθεια είναι δυνατός; Και όλο αυτό τον άλλαξε τον Βαγγέλη. Δεν ήταν ο ίδιος πλέον. Με όσα μάθαινα κι εγώ αργότερα στην Κοινωνιολογία που σπούδαζα και διάβαζα προσπαθούσα να τον βοηθώ όσο μπορούσα για να νιώθει καλύτερα. Κι εντάξει κι αυτός δεν άλλαζε συνήθειες για να μην «πέσει», και συνέχιζε κανονικά τη ζωή του και καλά έκανε. Και για καφέ πηγαίναμε, και για ποτό και όλα.
Αλλά ο πιο μάγκας ήταν ο Παναγιώτης που παρ’ ότι είχε καρκίνο και αυτός περνούσε την μεγαλύτερη ταλαιπωρία, ούτε έδειχνε την στενοχώρια του, ούτε την ανησυχία του, τόσο δυνατός ήταν. Και σου περνούσε και το μήνυμα ότι, «ναι, έχω καρκίνο αλλά θα τον ξεπεράσω, θα τον νικήσω!» Και συνέχιζε φυσιολογικά την ζωή του, κι ίσως να ακουστεί λίγο ωμό αλλά άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, δεν τον ένοιαζε τίποτα, τέτοιος μάγκας ήταν! Τα έγραφε όλα στα παλιά του τα παπούτσια χωρίς να υπολογίζει τίποτε! Ζούσε…!
Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ξενύχτια που κάναμε με τον Βαγγέλη και τον Παναγιώτη και τις κοπέλες που έφερνε ο Παναγιώτης στο Μπουρνάζι. Τι χορούς ρίχναμε, τι γλέντι κάναμε… Τέτοιο παιδί ήταν ο Παναγιώτης, δεν άφηνε μια κωλοαρρώστια να τον καταβάλει και να τον ρίξει και συνέχιζε λες και δεν είχε τίποτε. Κι ενώ πιο πριν δεν τον γνώριζα καλά, γίναμε αν όχι κολλητοί, πολύ καλοί φίλοι μέσω αυτού που περνούσε, και κάναμε πολύ συχνά παρέα.
Έτσι λοιπόν πέρασαν 3 χρόνια μέχρι που μια μέρα λοιπόν με παίρνει τηλέφωνο ο Βαγγέλης και μου λέει, «σου έχω ευχάριστα νέα!» «Έλα ρε, τι έγινε;» Τον ρώτησα. «Ο όγκος του Παναγιώτη σχεδόν εξαφανίστηκε και έτσι όπως πάει δεν θα τον έχει σε λίγο!» μου είπε ο Βαγγέλης. Εγώ από την χαρά μου πετούσα, καθώς έλεγα μέσα μου, επιτέλους ένα τέτοιο παιδί που πέρασε τόσες φουρτούνες, επιτέλους θα βρει την γαλήνη του! Έλα όμως που η ζωή είναι σαν την θάλασσα, κι όταν είναι ήρεμη κάτω από την ξαστεριά, ξαφνικά ξεσπά μια απρόσμενη καταιγίδα και να πάλι οι φουρτούνες… Αφού πέρασαν ένας ή δυο μήνες, – θα σε γελάσω – Δεκέμβρης του ‘06 πρέπει να ‘τανε, μου λέει ο Βαγγέλης,  «Ο Παναγιώτης δεν είναι πάλι καλά.» Και τον ρωτάω εγώ, «δεν το ξεπέρασε;» «Το ξεπέρασε,» μου λέει, «αλλά τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να μην τρώει, να μην κοιμάται, κι όλη μέρα να είναι χάλια ψυχολογικά.» «Έλα μωρέ,» να του κάνω εγώ, «δεν θα είναι τίποτα, από τις χημειοθεραπείες θα είναι, θα τον κούρασαν.» Ο όγκος δεν είχε εξαφανιστεί τελείως και για αυτό συνέχιζε τις χημειοθεραπείες…
Πέρασε που λες έτσι όλος ο Δεκέμβρης, μέχρι που την Πρωτοχρονιά του 2007, στις 6:30 το πρωί, κι ενώ γυρνούσα από την καθιερωμένη πρωτοχρονιάτικη έξοδο με παίρνει τηλέφωνο ο Βαγγέλης. Δεν είχε βγει ο Βαγγέλης, είχε καθίσει στο σπίτι να περάσει την αλλαγή της χρονιάς μαζί με τον αδερφό του – λες και το ‘ξερε… Μου λέει λοιπόν στο τηλέφωνο, «Μάριε φίλε μου, συγνώμη που σου χαλάω την διάθεση, αλλά ο Πάνος δεν είναι καλά. Ο καρκίνος έκανε μετάσταση στους πνεύμονες και πολύ φοβάμαι ότι ο Παναγιώτης μετράει τις τελευταίες μέρες του…» Εγώ σαν φίλος προσπάθησα να τον καθησυχάσω και να του λέω ότι «Όλα θα πάνε καλά. Ο Πάνος είναι μαχητής ρε, θα δεις θα το ξανά περάσει!». Μέσα μου όμως ήξερα, έστω και με τα λίγα που γνώριζα, πως όταν ο καρκίνος κάνει μετάσταση είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα.
Ο Παναγιώτης έξι μήνες πριν είχε γνωρίσει μια κοπέλα, την Ευγενία, και την ερωτεύτηκε και κάνανε σχέση. Στην κοπέλα δεν είχε πει τίποτα ότι έχει καρκίνο. Μέχρι που 4 μήνες μετά, όταν και έμαθε πως πάει καλά η αρρώστια του, της το είπε. Κι αυτή, τον παράτησε, καλό κουμάσι ήταν τελικά, επειδή κατά τα λεγόμενα της δεν μπορούσε να διαχειριστεί όλο αυτό το θέμα. Πολύ φοβάμαι ότι αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ψυχολογία του, γιατί ο Πάνος την αγαπούσε και μετά τον χωρισμό έγινε κομμάτια. Και ξέρεις τι σημασία έχει η ψυχολογία σε αυτήν αρρώστια…
Ώσπου έφτασε το χειμωνιάτικο αυτό βράδυ στις 4 Γενάρη του 2007. Βλέπαμε με την μάνα μου μια ταινία και μόλις είχε τελειώσει, κι εγώ πήγαινα να κοιμηθώ γιατί δούλευα το πρωί. Και εκείνη την ώρα χτυπά το τηλέφωνο και βλέπω πως με έπαιρνε ο Βαγγέλης. Γυρνάω στη μάνα μου, και της λέω «μάνα, αυτό δεν είναι για καλό…». Ήταν 2 η ώρα ακριβώς. Σηκώνω το τηλέφωνο, «Έλα ρε Βάγγο, όλα καλά φίλε;» Καλός βλάκας κι εγώ, αλλά τι να πω. «Έπεσε ο Πάνος, Μάριε, το πάλεψε αλλά δεν μπόρεσε να σηκωθεί…» «Τι εννοείς ρε Βαγγελάκη…;» του λέω, «Αυτό που καταλαβαίνεις, πέθανε…» μου είπε. Μα την Παναγία, στο σταυρό που σου κάνω, όλη εκείνη την ημέρα είχε άπνοια, και ξαφνικά εκείνη την ώρα, πιάνει μια δυνατή βουή ο αέρας, λες κι ο ίδιος ο άνεμος έκλαψε με τον τρόπο του για λίγο. Η μάνα μου να κλαίει και να οδύρεται μιας και άκουσε την κουβέντα μου. Κι εγώ δεν ήξερα τι να πω στον Βάγγο. «Συλλυπητήρια, Βαγγέλη… Μακάρι να ηρεμήσει  η ψυχή του…» Μόνο αυτό μπόρεσα να ψελλίσω, τι άλλο να πω κι εγώ.
Μιλήσαμε λίγο, του είπα αν ήθελε να πάω από εκεί, αλλά δεν ήθελε. «Όχι ρε Μάριε, δεν πειράζει, πήγαινε κοιμήσου και θα σε πάρω αύριο το πρωί.» μου είπε ο Βαγγέλης. Που να κοιμηθώ εγώ μετά. Κάθισα λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, δεν με χωρούσε ο τόπος. Σηκώθηκα, ντύθηκα και βγήκα στον δρόμο. Περπάτησα όλο το Περιστέρι και το Χαϊδάρι και γύρισα το πρωί στο σπίτι να ετοιμαστώ για να πάω στη δουλειά. Μετά από την δουλειά γύρισα νωρίς το μεσημέρι, καθώς ούτε μυαλό ούτε όρεξη είχα για να δουλέψω, κι εξήγησα κι εκεί την κατάσταση και μου έδωσαν μια βδομάδα άδεια. Κοιμήθηκα λίγο και μετά πήγα στο σπίτι του Βαγγέλη να συλλυπηθώ όπου έκατσα μέχρι τις 4 το βράδυ.
Η κηδεία ήταν την άλλη μέρα. Πήγαμε μαζί με τον πατέρα μου καθώς ήθελε να έρθει κι αυτός. Η κατάσταση, όπως καταλαβαίνεις, τραγική. Οι γονείς, οι συγγενείς, όλοι να κλαίνε. Ο πατέρας μου – ευσυγκίνητος άνθρωπος – κι αυτός να κλαίει σαν μικρό παιδί, αλλά εγώ με τον Βαγγέλη ούτε δάκρυ. Να μου λέει ο πατέρας μου, ότι του πονούσε το στήθος και κάτι τέτοια. Και του λέω «Ρε πατέρα σήκω και πήγαινε στην δουλειά, θα καθίσω εγώ εδώ. Άσε μη μου πάθεις κι εσύ τίποτα μεγάλος άνθρωπος κι έχουμε κι άλλες στενοχώριες μετά.» Που λες, τελικά έφυγε ο πατέρας μου, κι εγώ κάθισα εκεί. Αλλά να μην χύνω ούτε δάκρυ, και να απορώ με τον εαυτό μου… Και να λέω μέσα μου, ρε τι σόι άνθρωπος είμαι, τόσο αναίσθητος; Άιντε ο Βαγγέλης κρατιέται για να δώσει κουράγιο στους δικούς του. Εγώ όμως; Εδώ ο αδελφός του κολλητού μου πέθανε, και ήταν και δικός μου φίλος και ούτε δάκρυ; Δεν μπορούσα ούτε τον εαυτό μου να καταλάβω…
Μέχρι που στηθήκαμε στη σειρά να συλλυπηθούμε στην οικογένεια και καθώς περίμενα στη σειρά βλέπω μια εικόνα που δεν θα σβηστεί ποτέ από την καρδιά μου. Ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά, να είναι ντυμένος με τα γαμπριάτικα, με τα γυαλιά του και να πηγαίνει η μάνα του και να του αφήνει ένα πακέτο τσιγάρα και να του λέει: «Ορίστε αγόρι μου, δεν θα ξανά καπνίσεις κρυφά ποτέ τώρα.» Τότε ήταν που τα δάκρυα κύλησαν σαν ποτάμι, κι εγώ έκλαιγα σαν μωρό παιδί. Ακόμα κι όταν χαιρέταγα δεν μπορούσα να κρατηθώ, δεν άντεχα. Να με φιλάνε και να με αγκαλιάζουν οι γονείς του, να με αγκαλιάζει ο Βαγγέλης, να μου λέει ηρέμησε, και να του κάνω «Βαγγελάκη, δεν μπορώ… Δεν μπορώ άλλο, πάω να φύγω, θα σε πάρω πιο μετά.». Κι έφυγα από την εκκλησία τρέχοντας σχεδόν, και δεν με ένοιαζε που με κοιτούσαν όλοι. Πήγα και άραξα σε ένα παγκάκι κοντά στην εκκλησία κι έκλαψα για 15 λεπτά ακόμα.
Όταν ηρέμησα έκανα ένα τσιγάρο και πήρα τον πατέρα μου. Του είπα να έρθει να με πάρει αυτός από εκεί, γιατί δεν μπορούσα να πάω μόνος σπίτι. Τον παρακάλεσα να κάτσω κι εγώ στην δουλειά μέχρι το μεσημέρι και να πηγαίναμε μαζί μετά στο σπίτι. Όταν ήρθε, του είπα πως έκανε καλύτερα που δεν έκατσε τελικά.
Μέχρι που πέρασε αυτός ο ενάμιση χρόνος που έλεγα στην αρχή. Από την μια σκέφτομαι πως ίσως να μην φέρθηκα σωστά στο τέλος, από την άλλη όμως νιώθω πως κάποιες φορές η ζωή είναι έτσι, που είναι λες και παίζει μαζί μας, σαν πιόνια, και εσύ δεν έχεις πολλές επιλογές να κάνεις. Γιατί έτσι είναι τελικά η ζωή καταλήγω, ένα ταξίδι που είσαι μόνος στην αρχή και μόνος μένεις στο τέλος. Απλώς συναντάς κάποιους ανθρώπους στην πορεία… κάποιον ίσως χαμένο φίλο… που δεν τον ξεχνάς ποτέ!

Διά την αντιγραφή: Μάριος Ρ.


© copyright, ανδρέας λισσόβας

Λες και τα ονειρεύτηκα - Λιζέττα Καλημέρη

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...