Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Κόρη τ' ονείρου


Χίλιες φορές θα νιώσω
χίλιες θα γεννηθώ
επάνω στο κορμί σου
όπου θ’ αναστηθώ

Θ’ αφήσω την πνοή μου
μέσα σου να μιλά
κι ο έρωτας σαν δάκρυ
πάνω σου θα κυλά

Θα λέει το τραγούδι
που γράφτηκε για μας
κι έχει όλους τους ήχους
απ’ τους αγγέλους μας

Μέσα σου θα με νιώθεις
όπου και αν σταθείς
παράδεισος θα είναι
όπου και αν βρεθείς

Ξανθέ μου άγγελε μου
κόρη τ’ ονείρου μου
για ‘σένα έχω φτάσει
στην άκρη του γκρεμού

Κι αν είναι και αν πέσω
κι αν είναι να χαθώ
για ‘σένα νε καρδιά μου
μόνο θ’ αναστηθώ

Και αυτό το βράδυ πάλι
πάλι θ’ αναστηθώ
χίλιες φορές θα νιώσω
χίλιες θα γεννηθώ.

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Για να σε συναντήσω - Μανώλης Λιδάκης
Ποίηση - Στίχος: Τάσος Λειβαδίτης

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Όνειρο


Είδα χθες βράδυ στη ζωή,
όνειρο να ξανοίγει
να με φιλάει νεράιδα
και να ‘χω το κορμί της

Να με κοιτούν τα μάτια της,
να νιώθω το φιλί της
και να ακουμπάει στην καρδιά
τα κρινοδάχτυλα της

Μη, να χαρείς, τα νειάτα σου
μη παίρνεις το φιλί σου
και μη φοβάσαι αν εγώ
δείχνω αλλοπαρμένος

Βρήκα χτες βράδυ στη ζωή
ένα ζεστό λιμάνι
γιατί είμαι κι απ’ τα ονείρατα
πολύ κυνηγημένος

Νεράιδα και φεγγαρό -
και φεγγαροπλασμένη
κρύψε μέσα στον κόρφο σου
όσα φιλιά σου δίνω

Για να ‘χεις να ονειρεύεσαι
τα βράδια που ‘σαι μόνη
με το σεντόνι αγκαλιά
και με τη νεραιδοσκόνη

© copyright, ανδρέας λισσόβας


Νεράιδα - Μαρία Παπαγεωργίου

Πώς σ' αγαπώ αν το 'ξερες
πόσο σε συλλογιέμαι
βράχος να 'σουν θα ράγιζες
κάστρο θα γκρεμιζόσουν

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Ξύλινος Ιππότης (λίγο ακόμη…)


Όταν γεννήθηκα πρώτη φορά,
ήρθαν οι Μοίρες πάνω από την
                                κούνια μου,
την τρίτη μέρα·
        για να μετρήσουν
                για να ζυγίσουν
                        για να κόψουν
την ζωή μου, όπως αυτές εθέλαν…
Μα εγώ άρπαξα το νήμα μου
        άρπαξα και το ψαλίδι
και τα ‘βαλα φωτιά…
        και κάηκα κι εγώ μαζί
κι έγινα στάχτη.
Μα μέσα από τις στάχτες
ξαναγεννήθηκα
και πάντα έτσι κάνω…
Γεννιέμαι, καίγομαι, πεθαίνω
        και πάλι απ’ την αρχή.
Κι οι Μοίρες με μισούν,
        μα δεν με ορίζουν…
Κι οι Θεοί ακόμα με μισούν
        και με ζηλεύουν
        που αφέντης μόνο εγώ
είμαι στη ζωή μου.
Κι έτσι ρίχνομαι στις μάχες,
δίχως να με νοιάζει
αν χάσω ή αν χαθώ…
Φυλάω ότι αγαπώ, με την ζωή μου
                                        πάντα
και κανείς δεν μπορεί να με
νικήσει μια και καλή…
Είμαι ο Ξύλινος Ιππότης
        που όσο και να χάνομαι,
                πάλι πίσω γυρνώ
                        και πάλι είμαι εδώ
όλο και πιο δυνατός,
        μετά από κάθε φωτιά…

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Καίγομαι καίγομαι - Γλυκερία

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Το φίλεμα – Παντελής Ζεμπίλης & Σοφία Σαρρή (ανάλυση)


Το καραβάνι των νεκρών στον Άδη κατεβαίνει.
Οι γέροντες τραβούν μπροστά, ξοπίσω τους οι άλλοι
και πίσω – πίσω μια μικρή ομορφοπλουμισμένη.
Χρυσό φλουρί στα δόντια τους για τον περαματάρη,
να τους περάσει αντίπερα στου Άδη τα σκοτάδια.
Κι έρχεται νιος από μακριά, στα κοντινά ζυγώνει:
-Που πάτε σεις ωρέ νεκροί, που πάτε αποθαμένοι;
-Για το μεγάλο το γκρεμό, για τη μεγάλη πόρτα.
-Που πας και συ μωρέ μικρή, ομορφοπλουμισμένη;
-Εγώ δεν είμαι δα νεκρή, δεν είμ’ αποθαμένη.
-Ανάμεσα στα δόντια σου, τι το ‘χεις το χρυσάφι;
-Αυτό δεν είναι δα φλουρί, μόνο χρυσό δοντάκι.
Και σκύβει ο νιος και τη φιλά στο παγωμένο στόμα
Κι αυτή του μπήγει το φλουρί ανάμεσα στα δόντια.

Το φίλεμα, το ποίημα του Σταμάτη Δαγδελένη, που μελοποίησε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ερμηνεύουν ο Παντελής Ζεμπίλης και η Σοφία Σαρρή, πρόκειται για μια πολύ όμορφη ιστορία αγάπης, ασχέτως αν διαδραματίζεται σε ένα γοτθικό περιβάλλον, συνδυάζοντας τον έρωτα και τον ρομαντισμό με το μυστήριο, το υπερφυσικό και τον θάνατο. Εγώ εδώ θα επιχειρήσω, με όσες γνώσεις έχω, να αναλύσω όσο καλύτερα μπορώ αυτό το τραγούδι/ποίημα.

Όσον αφορά τα στιχουργικά, το ποίημα είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, καθώς τονίζεται στις άρτιες συλλαβές: «Το καραβάνι των νεκρών στον Άδη κατεβάινει», και έχει τομή στην 8η συλλαβή: «Το καραβάνι των νεκρών / στον Άδη κατεβαίνει».

Αρχικά το ποίημα/τραγούδι ξεκινά με μια δυνατή εικόνα, καθώς αμέσως μας κατεβάζει κάτω στον Άδη, δίπλα στους νεκρούς, που σαν καραβάνι περπατούν και βαδίζουν προς τον σκοτεινό και νεκρό κόσμο. Το καραβάνι ειδικά, χαρακτηρίζεται από μεγάλο όγκο ατόμων, κι έτσι εδώ ένας μεγάλος όγκος ατόμων/νεκρών έρχεται μπρος στα μάτια μας, όπως την πρώτη φορά που τον συναντήσαμε – όχι βέβαια να πηγαίνει, καθώς ήταν ήδη εκεί – οι νεκροί που συναντούσε στο διάβα του για την εύρεση του μάντη Τειρεσία ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια. Κι είναι πολλές φορές που συναντάμε αυτήν την εικόνα, είτε σε εμπνευσμένους από τον κάτω κόσμο πίνακες ζωγραφικής, είτε σε διάφορες διηγήσεις που βλέπουμε αυτά τα πρόσωπα, τα θλιμμένα, με τους σκυφτούς ώμους, τσακισμένα από τον πόνο, ντυμένα με τα κουρέλια του θανάτου, μαζί με τις γυναίκες που θρηνούν με άσπρες μαντίλες που σκεπάζουν τα μαλλιά τους, συνήθως σιωπηλά κρατώντας το πρόσωπο τους μέσα στα χέρια τους, κρύβοντας τα δάκρυα τους.

Κι έτσι λοιπόν, κατευθύνονται όλοι μαζί οι νεκροί, για να φτάσουν στον ποταμό Αχέροντα, να συναντήσουν το περαματάρη Χάροντα, που άλλες φορές τον βλέπουμε σαν έναν σκελετωμένο γέροντα, κι άλλες σαν ένα φάντασμα δίχως πρόσωπο και σώμα, παρά μόνο με μια μεγάλη μαύρη κάπα φορεμένη, με αυτό το αέναο και αιώνιο του έργο, αυτό του βαρκάρη των ψυχών, να μεταφέρει τις σκιές των ανθρώπων πλέον, στην απέναντι όχθη.  Αλλά δεν είναι αυτή η μετάβαση χωρίς αντίτιμο, παρά ο περαματάρης ζητά ένα φλουρί, ένα χρυσό φλουρί, τον όβολο, που όλοι οι νεκροί έχουν ανάμεσα στα δόντια. Μικροί – μεγάλοι, άντρες – γυναίκες, καθώς σύμφωνα με τις δοξασίες των αρχαίων ελλήνων δεν διανοούταν να θαφτεί κανείς χωρίς να έχει στο στόμα του ένα χρυσό φλουρί. Αλλιώς, σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν καταδικασμένος να μείνει αιώνια στην μια όχθη του ποταμού, κι ο Χάροντας δεν θα τον έπαιρνε ποτέ στην βάρκα του για να τον περάσει αντίπερα.

Όπως λοιπόν πηγαίνουν οι νεκροί, το καραβάνι αυτό των αποθαμένων προς τον Άδη, εμφανίζεται ένας νιος που συναντά αυτό το πλήθος και γεμάτος απορία, το ρωτά που πάει, που κατευθύνεται. Για να απαντήσουν όλοι οι νεκροί κι οι αποθαμένοι πως πάνε για τον μεγάλο τον γκρεμό και την μεγάλη πόρτα. Κι ο μεγάλος ο γκρεμός δεν συμβολίζει τίποτε άλλο παρά το Έρεβος που κατά τον Όμηρο οι νεκροί περνούν για να φτάσουν στον Άδη, αφού βέβαια έχουν περάσει πιο πριν από τον ποταμό Αχέροντα. Κι η μεγάλη πόρτα, εδώ συμβολίζει την Πύλη, που την φυλά ο Κέρβερος, και είναι η πύλη αυτή που περνούν και διαβαίνουν οι νεκροί, και δεν μπορούν έπειτα ποτέ να γυρίσουν πίσω, μα ούτε και κανείς θνητός μπορεί να την περάσει ποτέ ζωντανός!

Κι αργότερα ο νιος, βλέπει και την μικρή την ομορφοπλουμισμένη που ακολουθά το καραβάνι πίσω – πίσω, και την ρωτά, που πάει κι αυτή, μαζί με τους νεκρούς, που πάει κι αυτή με τους αποθαμένους; Και η μικρή αυτή του απαντά πως ούτε νεκρή είναι μα ούτε αποθαμένη. Κι εμάς μας βάζει σε σκέψεις, που δυο νέοι που βρίσκονται μέσα στον κάτω κόσμο, μαζί με τους νεκρούς και ομιλούν, πως γίνεται νεκροί να μην είναι; Και πως τυχαίνει ο νιος να δει την κόρη την μικρή την ομορφοπλουμισμένη, κι αυτήν μονάχα μέσα από το πλήθος να την εξεχωρίσει; Μήπως την ξέρει;

Μα ο νιος, δείχνει να την πιστεύει, ή σαν να θέλει να την πιστέψει ότι δεν είναι νεκρή η μικρή ομορφοπλουμισμένη. Μας δίνει κι εμάς την πεποίθηση πως απ’ την αρχή σαν να μην έχει επίγνωση της καταστάσεως του, σαν να νιώθει πως αυτός δεν είναι νεκρός, και για αυτό μάλλον απορεί σαν βλέπει το πλήθος των νεκρών. Και την πιστεύει την μικρή, όταν του λέει πως δεν είναι νεκρή, κι αυτή μας δίνει την πεποίθηση πως επίτηδες του λέει ψέματα. Άλλωστε ακολουθούσε τους νεκρούς. Και την ρωτά ξανά ο νιος, γιατί το ‘χει το χρυσάφι ανάμεσα στα δόντια της, γιατί έχει το φλουρί ανάμεσα στα χείλη; Κι αρχίζει να δυσπιστεί, και να του φαίνονται περίεργα όλα αυτά, μα πάλι η μικρή του απαντά πως δεν είναι ούτε φλουρί, ούτε χρυσάφι, μα μονάχα χρυσό δοντάκι…

Κι ο νιος την πιστεύει και την φιλά, κι η μικρή βρίσκει την ευκαιρία και του δίνει το φλουρί στο δικό του στόμα. Κι από εκεί, καταλαβαίνουμε πως η μικρή, ήξερε πολύ καλά τι έκανε, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε κι είχε τον σκοπό της που βρισκόταν εκεί.

Ο νέος αυτός άνδρας λοιπόν, από τα συμφραζόμενα, πιθανώς είτε ήταν ναυτικός, είτε βρισκόταν στρατιώτης σε κάποιο πόλεμο μακριά. Κι είτε πνίγηκε και το σώμα του χάθηκε στην θάλασσα, είτε σκοτώθηκε και επίσης το σώμα του δεν το βρήκε κανείς να το θάψει με τους συνήθεις κατά την αρχαιότητα τρόπους. Έτσι λοιπόν ο νέος, χωρίς να έχει ταφεί με τον σωστό τρόπο, δεν έχει φλουρί στο στόμα του, και είναι αναγκασμένος να παραμείνει αιωνίως στην όχθη αυτή, πριν από τον Αχέροντα ποταμό.

Μα η νέα αυτή κοπέλα, η μικρή ομορφοπλουμισμένη, φαίνεται πως είναι η αγαπημένη του, και μαθαίνει για την απώλεια του αγαπημένου της. Κι από την γνώση αυτή της καταστάσεως της, ενώ είναι νεκρή και απαντά πως δεν είναι, δείχνει πως γνωρίζει ποιο μονοπάτι ακολούθησε. Ήξερε ότι θα ήταν νεκρή, όταν θα ξανά συναντούσε τον αγαπημένο της. Κι ο σκοπός της δεν ήταν άλλος, παρά να δώσει με το φιλί στο στόμα, την δυνατότητα ο νιος να περάσει απέναντι, χαραμίζοντας όχι μόνο την ζωή της για την αγάπη, αλλά και τον θάνατο της ακόμα…!


© copyright, ανδρέας λισσόβας

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Ωδή στον Ζέφυρο


Κάποτε θα ‘θελα να ‘χα
έναν ουρανό
δικό μου
να χάνομαι όταν λείπεις.

Κάποτε θα ‘θελα να ‘χα
μιαν αυγή
δίπλα στο κομοδίνο,
να την κοιτώ όταν λείπεις.

Κάποτε θα ‘θελα να ‘χα
τον Ζέφυρο
μέσα σ’ ένα βάζο,
να τ’ ανοίγω όταν λείπεις
και να με πάει μακριά…
Μακριά από ‘σένα,
κι απ’ τα όνειρα σου
που ποτέ δεν μ’ είχες
μες σ’ αυτά.

Κάποτε θα ‘θελα.
Τώρα, έγιναν…

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Όταν τραγουδάω (Ζέφυρος) - Μελίνα Κανά

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Ανάκατα

Ξημερώματα 29ης Γενάρη αρχίζω να γράφω. Έλειψα αρκετό διάστημα, και όχι μονάχα μέσα από εδώ. Ούτε να πιάσω ένα χαρτί να γράψω δεν πρόλαβα… Κάτι έγραψα πριν κάτι μέρες, αλλά δεν το τελείωσα, το συνέχισα λίγο ακόμη προχτές, αλλά ούτε πάλι το τελείωσα…
Και να πω ότι δεν ήθελα να γράφω αυτόν τον καιρό, ψέματα θα πω. Άλλωστε, δεν θέλω και τίποτε άλλο να κάνω από το να γράφω. Αλλά εργασίες, ευθύνες, δουλειές, γεγονότα και διάφορα άλλα δεν με αφήνουν. Και θέλω να γράψω τόσο πολύ, να σχολιάσω τα τεκταινόμενα, να εκθέσω τις ιδέες μου και τις σκέψεις μου, να αφήσω τα συναισθήματα μου να δέσουν τον χορό των λέξεων, να…, να… να…! Και σαν κανάτα φουσκωμένη με νερό νιώθω, που είναι έτοιμη να ξεχειλίσει, να ξεχυθούν όλα πάνω στο χαρτί, με σκοπό να νιώσω πιο ανάλαφρος, επιτέλους.
Απόψε, όμως δεν πρόκειται να το κάνω πάντως αυτό, παρά μόνο θα αφήσω μόνο ένα μικρό στίγμα, ίσα – ίσα μια τζούρα που λένε, να ξεχαστώ λιγάκι.
Αρχικά, μπήκαμε σαν χώρα σε μια άλλη τροχιά, πλέον. Έτσι φαίνεται δηλαδή. Κι είναι κιόλας. Σαν να έφυγε ένα βάρος βρε παιδί μου, ένας βραχνάς από πάνω μας, σαν να ξεφορτώσαμε το σαμάρι – υπονοούμενο ήταν αυτό… – και σαν να μοιάζουν αλαφρότερες οι μέρες, πιο αισιόδοξες κάπως. Ίσως να φταίει κι ο αέρας της αλλαγής που ήρθε καταπάνω μας, και οι ιστορικές στιγμές που ζούμε! Γιατί σίγουρα είναι ιστορικές… Πρώτη φορά αριστερά άλλωστε, και μόνο αυτό αρκεί για αρχή στην ιστορία. Κι ας έλεγε θυμάμαι η μάνα μου, το 2012, ότι δεν πρόκειται να κυβερνήσει ποτέ η αριστερά στην Ελλάδα. Είδες όμως, ποτέ μη λες ποτέ…
Εγώ ούτε αριστερός είμαι, ούτε δεξιός. Δεν πολυγουστάρω να μπαίνω σε καλούπια. Είτε πρόκειται για την πολιτική, είτε για πολλά άλλα πράγματα, ακόμη και στην ποίηση. Δεν μου αρέσει άλλωστε να ακολουθώ μόνο ένα ρεύμα. Προτιμώ να νιώθω και να είμαι πιο λέφτερος…
Όσο για τα υπόλοιπα, πόσα να ειπωθούν, πόσα να γίνουν, πόσα πρέπει να γίνουν. Κι αναφέρομαι για μένα τώρα. Δύσκολη χρονιά το 2014. Κατ’ αρχάς λόγω μιας απώλειας από τον στενό οικογενειακό κύκλο, που άλλαξε πολλά πράγματα. Κατά δεύτερον, όλος ο οικογενειακός αγώνας πριν την απώλεια. Είχαμε να κάνουμε με διάολο βλέπεις… Ναι, στον καρκίνο αναφέρομαι. Και κατά τρίτον έπειτα, σε διάφορες μετέπειτα καταστάσεις, που με πήγαν πίσω – ή μπροστά; – και δεν με άφησαν διόλου να ξεκουραστώ, ούτε το καλοκαίρι, ούτε τώρα τον χειμώνα στις διακοπές.
Απ’ την αρχή της περσινής χρονιάς είχα βάλει στόχο να στρώσω τα πράγματα με την σχολή. Και έκατσα και στρώθηκα και διάβασα κι όλα κομπλέ, που λένε. Μπορεί να τρέχω ακόμη ώρες – ώρες και να μην προλαβαίνω ούτε ένα σαββατοκύριακο να ξεκουραστώ με τους αγώνες που έχω επιπλέον, αλλά χαλάλι, μιας και στην τελική ευθεία είμαι να τελειώσω, αλλά και θαρρώ πως απέκτησα πλέον και την συνήθεια να αποφεύγω πιο εύκολα την αργοσχολία. Δηλαδή από προσωπικής επαγγελματικής κατεύθυνσης μπορώ να πω πως είμαι σε πάρα πολύ καλό δρόμο, αλλά αυτό δεν μου αρκεί. Κι ούτε βοήθησε τα υπόλοιπα να είναι πιο ανάλαφρα…
Κι αυτό που είπα και πιο πάνω, αυτό που με τρώει δηλαδή τώρα, είναι το γράψιμο. Κι αυτό θέλω κάπως να το βολέψω, ή να το ξανά βολέψω μέσα στη ζωή μου. Γιατί άλλος άνθρωπος νιώθω άμα δεν το κάνω… Οπότε από εδώ και στο εξής θα προσπαθώ να ακολουθώ κι εδώ ένα πρόγραμμα, και με την γραφή, για να υπάρχει μια γραμμή, μια αλυσίδα που θέλω να φτιάξω, ή καλύτερα να συνεχίσω… Αλλά ας μην υπόσχομαι και πολλά, γιατί δεν ξέρουμε και τι θα μας ξημερώσει στο κάτω – κάτω!
Λοιπόν, καλή χρονιά σε όλους εύχομαι, έστω και λίγο αργά, και να μας έχει ο Θεός καλά να συνεχίζουμε να κάνουμε ότι αγαπάμε ο καθένας!

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Ποιον εχθρό πολεμάς - Γλυκερία

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...