Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Φώτης Κόντογλου - Ἀθεΐα, τὸ καύχημα τῆς ἐποχῆς μας


Μυστικ νθη, σελ. 215-219

«Νξ φεγγς τος πίστοις, Χριστέ,
 τος δ πιστος φωτισμός»



θεΐα! Τίτλος μεγάλος κα καύχημα γι τν σημερινν νθρωπο. ποιος τν ποχτήσει (κα γι ν τν ποχτήσει, φτάνει ν χειροτονηθε μοναχός του πιστος),γίνεται παρευθς στ μάτια τν λλων σοφός, κι᾿ ς εναι μόρφωτος, σοβαρός, κι᾿ ς εναι γελοος, πίσημος κι᾿ ς εναι λογάριαστος, περάξιος κι᾿ ς εναι νάξιος, πιστήμονας κι᾿ ς εναι κουφιοκέφαλος.

Δν μιλ γι τν νθρωπο πο χει πόθο ν πιστέψει, μ δν μπορε, μ λο πο κατ βάθος πάντα ατία τς πιστίας εναι περηφάνεια, ατ χιά, πο κρύβεται τόσο πιτήδεια μέσα στν νθρωπο, πο δν μπορε ν τν καταλάβει.

πως κα νναι, ο νθρωποι πο γωνίζουνται κα πολεμνε μ τν πιστο αυτό τους, χουνε λη τη συμπόνεσή μας. Γι᾿ ατος παρακαλομε, σοι πιστεύουμε, ν τος βοηθήσει Θες ν πιστέψουνε, πως κανε σ κενον τν πατέρα πο εχε ρρωστο τ παιδί του, κα παρεκάλεσε τν Χριστ ν τ γιατρέψει. Κα Κενος το επε: «ν μπορες ν πιστέψεις, λα εναι δυνατ σ κενον πο πιστεύει». Κα τότε πατέρας το παιδιο κραξε μ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τ πιστί», δηλαδ «χω πόθο ν πιστέψω, κι᾿ σύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».

Ο πιστοι, γι τος ποίους μιλομε, δν εναι τέτοιοι. χι μονάχα δν κλάψανε ποτέ, γι ν νοίξουνε μ τν πόνο κα μ τ συντριβ τν κλεισμένη πόρτα, τν πόρτα τς μετανοίας, πως κανε κενος δυστυχισμένος πατέρας πο γράφει τ Εαγγέλιο, λλ μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε ασθανθήκανε καμμι πίκρα γι τν πιστία τους, μήτε νοιώσανε πς χουνε γι᾿ ατ καμμι εθύνη, κανένα φταίξιμο. λο τ φταίξιμο εναι το Θεο, πο δν φανερώνεται μπροστ τος ν τος πε: «λάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλεστε μαζί μου πως μιλτε μεταξύ σας, ναλύσετέ με μ τ χημεία σάς, κομματιάστε με μ τ μαχαίρι τς νατομίας σας, ζυγίστε με, μετρεστε με, κανοποιήσετε τς πιστες ασθήσεις σάς, χορτάσετε τ᾿ χόρταγο λογικό σας!».

Ατο ο ατοτιτλοφορούμενοι πιστοι, σ καιρ πο πιδείχνουνε τν ξυπνάδα τους, φουσκωμένοι π τν κούφιον γέρα τς περηφάνειας κι᾿ π τν πονηρ εστροφία το μυαλο τους, δν εναι σ θέση ο δύστυχοι, ν νοιώσουνε πόσο νόητοι κα στενόψυχοι φαίνουνται σ κείνους πο πιστεύουνε. Γιατ, γι ν πιστέψουνε, ζητνε κάποιες ποδείξεις πο κάνουνε τν πιστ ν τος λεεινολογε γι τν περιορισμένη ντίληψη πο χουνε γι τ πνεμα κα γι τ πνευματικ ζητήματα. πιστς ξέρει πολ καλ ς πο μπορονε ν φτάξουνε ο διαλογισμο το πιστου, γιατί, κι᾿ ατός, σν νθρωπος, τος χει κείνους τος λογισμούς, τος λογισμος τς σάρκας, τος λογισμος τούτου το κόσμου. ν πιστος εναι νύποπτος γι σα χει μέσα το πιστός, κα γι ,τι βρίσκεται παραπέρα π τν πρακτικ γνώση του, δηλαδ γι τ μυστήρια πο εναι κρυμμένα π τ μάτια του, κα πο γι᾿ ατ θαρρε πς δν πάρχουνε. Κι᾿ π τν νοησία του κορδώνεται, κα μιλ μ καταφρόνεση γι κείνους πο εναι σ θέση ν νοιώσουνε τ βαθύτερη σύσταση το κόσμου, ν ατς δυστυχς εναι τυφλς κα κουφός, κα θαρρε πς τ κούει λα κα πς τ βλέπει λα. πιστς χει πνευματικ μάτια κα πνευματικ ατιά, καθς κα κάποια «πρ ασθησιν». πιστος πς ν πάρει εδηση π κενον τν μυστικν κόσμο μόνο μ τ χονδροειδ μέσα πο χει, δηλαδ μ τς σωματικς ασθήσεις; Πς ν πιάσει τ λεπτ κι᾿ λλόκοτα μηνύματα κείνου το κόσμου, φο δυστυχς δν χει τς κεραες πο χρειάζουνται γι ν τ πιάσει;

πόστολος Παλος γράφει στν Α´ πρς Κορινθίους πιστολή του, μ τν τρόπο πο γνωρίζει μονάχα ατός, γι τ τί εναι σ θέση ν νοιώσει πιστός, κα τί μπορε ν νοιώσει πιστος: Λαλομε, λέγει, τ σοφία το Θεο πο εναι μέσα σε μυστήριο, κα πο εναι κρυμμένη, τ σοφία πο τν προόρισε Θεός, πρν π τος αἰῶνες, γι δόξα δική μας, κα πο δν τ γνώρισε κανένας π τος ρχοντες τούτου το κόσμου (δηλ. τος σοφος τς κοσμικς σοφίας), κα πο ξεσκεπάζει ατ πού, κατ τ Γραφή, δν τ εδε μάτι, κα πο δν τ᾿ κουσε ατί, κα πο δν νεβήκανε στν καρδι κανενς νθρώπου, κενα πο τοίμασε Θες γι κείνους πο τν γαπονε. λλ σ μς τ φανέρωσε Θες μ τ Πνεμα του τ γιο. πειδή, τ γιο Πνεμα λα τ ρευν, κα τ βάθη το Θεο.

Γιατί, ποις νθρωπος γνωρίζει τ μέσα το νθρώπου, παρ μονάχα τ πνεμα το νθρώπου πο εναι μέσα στν νθρωπο; τσι κα τ μυστήρια του Θεο δν τ γνωρίζει κανένας παρ μονάχα τ Πνεμα το Θεο. Κι᾿ μες δν πήραμε τ πνεμα το κόσμου (δηλ. τ φιλοσοφία κα τν κοσμικ γνώση), λλ τ Πνεμα το Θεο, γι ν γνωρίσουμε σα χάρισε σ μς Θεός. Κι᾿ ατ χαρίσματα) δν τ κφράζουμε μ τ λόγια πο διδάσκεται νθρώπινη σοφία, λλ μ λόγια πο διδάσκει τ γιο Πνεμα, μιλώντας σ πνευματικος νθρώπους μ πνευματικν τρόπο. Πλήν, νθρωπος πο χει τν σαρκικ γνώση (τν ρθολογισμό), δν παραδέχεται σα διδάσκει τ Πνεμα το Θεο, γιατ τ νομίζει γι νοησίες, κα δν εναι σ θέση ν καταλάβει πς νακρίνεται πνευματικά. πνευματικς μως νθρωπος, νακρίνει κάθε νθρωπο, ν ατς π κανέναν δν νακρίνεται».

πιστία πρχε πάντα. Μ σήμερα, μ τν ποτρόπαια ματαιοδοξία πο μς τρώγει, τν πιδείχνουμε σν ν μς δίνει τ μεγαλύτερη ξία. ποιος χει πίστη στν Θε κα στν λήθεια πο φανέρωσε, εναι καταφρονεμένος, σν στενόμυαλος κι᾿ νόητος, κα τραβ πάνω του λα τ περιγελάσματα. Λογαριάζεται γι «βλαμμένος» π τν πολν κόσμο, μάλιστα π τν κόσμο πο ξέρει ν τ καταφέρνει στ ζωή, ν «πετυχαίνει», ν βγάζει λεφτά, ν καλοπερν, ν μ δίνει πεντάρα γι τίποτα, κατ τ ρητ πο λέγει: «Φάγωμεν κα πίωμεν, αριον γρ ποθνήσκομεν». Γι τοτο, χρειάζεται ν χει θάρρος κα ν περιφρον τν κτίμηση το κόσμου κα τ λικ συμφέρον του, ποιος λέγει πς χει πίστη στν Θεό.

ν κενον πο καυχιέται πς δν πιστεύει σ τίποτα, α) Τν χει κόσμος σ μεγάλη πόληψη κα σεβασμό, μάλιστα σο περισσότερο πιστος λέγει πς εναι, τόσο περισσότερη εναι κτίμηση κα σεβασμς πο φανερώνει ξυπνος κα σοβαρς κόσμος στ πρόσωπό του. τέτοιος νθρωπος εναι συνοφρυωμένος, μ λίγα κα βαρει λόγια, ράθυμος κι᾿ πότομος, «θετικς νθρωπος», «γερ μυαλό». β) λα το ρχουνται βολικά, κα δν σκοτίζεται, δν στενοχωριέται γι τίποτα. Δν χει εθύνες κα ζαλορες: δ κάτω, λέγει, εναι Κόλαση κι᾿ Παράδεισος. ζω εναι γι ν τν πολαβαίνουνε ο ξυπνοι. Ο κοιμισμένοι κι᾿ ο φιονισμένοι ς πεθάνουνε».

ξ λλου, δν πάρχει πι εκολο πράγμα π τ ν κάνεις τν πιστο! Πατς να μονάχα κουμπί, κι᾿ λα σο ρχονται βολικά. διάβολος επε στν Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, κα θ γίνουνε ο πέτρες ψωμιά, «ο λίθοι ρτοι».

Λέγει λοιπν ξυπνος : «Ν κάθεσαι, νθρωπος μ τετρακόσα μυαλά, ν χάνεις τν καιρό σου μ χαζομάρες, σν τς γρηές, μ θεούς, μ κόλαση κα μ παράδεισο, μ καντήλια, μ θυμιατά, μ δισκοπότηρα, μ παπάδες κα μ καλόγρηες! Κα σ ποι ποχή; Στν ποχή μας, πο πιστήμη στέλνει νθρώπους στος πλαντες! κος, φίλε μου, βλακεία πο χει ατς κόσμος;».

Ατ λένε γι τος πιστος ο ξυπνοι κα ο τιμημένοι τούτου το κόσμου, κα τος χειροκροτονε ο πολλοί, πο τος χουνε γι φρόνιμούς σε λα, πειδ δν κυνηγνε σκιους, λλ χουνε μυαλ γερό, κα πιτυχαίνουνε σ τι καταπιαστονε.

Ναί! πιτυχαίνουνε, γιατ, μ᾿ ναν λόγο, πιστία εναι « πλατεία πύλη κα ερύχωρος δός», πο δν πιστεύουνε πς εναι « πάγουσα ες τν πώλειαν», πως επε Χριστός, λλ «ες τν π γς εδαιμονίαν». ν πίστη εναι « στεν πύλη κα τεθλιμμένη δός», πο δν πιστεύουνε πς εναι « πάγουσα ες τν ζωήν», λλ «ες τν π γς δυστυχίαν κα περιφρόνησιν». «Πολλο εσιν ο εσερχόμενοι δι τς πλατείας πύλης» κατ τν λόγο το Κυρίου, «κα λίγοι εσιν ο ερίσκοντες τν στενν πύλην».

λοι ο πιστοι λένε πς ν βλέπανε να θαμα, θ πιστεύανε. Μ πίστη δν ρχεται μ τ βία, λλ μ τ συγκατάθεση τς ψυχς. Γι᾿ ατ σ σους ζητνε θαμα γι ν πιστέψουνε, δν δίνεται, κατ τν λόγο πο επε Χριστς στος Φαρισαίους: «Γενε πονηρ κα μοιχαλς σημεον πιζητε κα σημεον ο δοθήσεται ατή».

λλ κα θαμα ν δε νας πιστος, περηφάνεια δν τν φήνει ν πιστέψει, γι ν μ φανε εκολόπιστος κα καταφρονεθε.

Πρν καιρ γραψα μ συντομία πέντε-ξη ρθρα γι τ θαύματα πο γίνουνται σ᾿ να χωρι τς Μυτιλήνης, μ τν τίτλο «Φρικτ μυστήρια». Πολλο ναγνστες συγκινηθήκανε στ πακρο, δίως ο ταπεινο κι᾿ γράμματοι νθρωποι, «τ μωρ το κόσμου κα τ ξουθενημένα». Ο ξυπνοι μως κι᾿ ο τετραπέρατοι δν δώσανε σημασία, κα κάποιοι π᾿ ατος μ περιγελάσανε κα μο γράψανε πς λέγω νοησίες.

λλά, «Θες ο μυκτηρίζεται». π τότε ς τ σήμερα τ θαύματα δν πάψανε, κι λοένα γίνουνται πυκνότερα κα τρομαχτικώτερα. Ο νθρωποι πο τ βλέπουνε μο τ γράφουνε μ λα τ καθέκαστα, κι π᾿ ατ κάνω να βιβλίο πο θ εναι σν πυρωμένο σίδερο γι τς πιστες γλσσες (Πρόκειται γι τ βιβλίο «Σημεον μέγα» πο ξέδωσε «στήρ»). Ατν τν καιρν γίνουνται νασκαφές, γι ν βρεθε ρχαία κκλησία μ τ λείψανα κείνων πο φανερώνονται λοζώντανοι μπροστ στος πλος νθρώπους, στν πνο κα στν ξύπνο τους, καθς κι εκόνες κα τὰ᾿ λλα κειμήλια. Θ εχανε βρεθε λα, κα θ ξεσκεπαζότανε γρήγορα λότελα ατς φοβερς κρατήρας, πο θ σάρωνε τος πιστούς με τν γιασμένη λάβα του, ν πήρχανε περισσότερα μέσα στ χέρια τν φτωχν νθρώπων πο σκάβουνε μ μία πίστη πο εναι σν φωτιά.

Μά, πως κα ν εναι, μ τ χάρη το Θεο «τν τ᾿ σθεν θεραπεύουσαν κα τ λλείποντα ναπληροσαν», θ βγάλουνε σ καλ τέλος τ βλογημένο ατ ργο, κα θ θριαμβέψει κατάλυτη πίστη μας, κα θ κουστε ς τ πέρατα το πιστου κόσμου βροντερ φωνή: «Τς Θες μέγας ς Θες μν; Σ ε Θες ποιν θαυμάσια μόνος!».

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...