Ποιου ονείρου ποιου χαμένου είσαι η μορφή
που έρχεται στη θύμηση μου μαζί με τη βροχή;
Ποιανού Θεού ξέφυγες π’ άπλωσε να σε πιάσει
την αγγελική σου ομορφιά ποτέ του να μην χάσει;
Πόσα ταξίδια έκαμαν άνεμοι στο κορμί σου
ζητώντας τ’ άπιαστο γλυκό φιλί σου;
Στις θάλασσες των ματιών σου πως μπορώ
βαρκάδες να μην κάνω στ’ αλμυρό τους το νερό;
Ήρθαν χρόνια, πάνε χρόνια κι έμεινα εδώ
το φτερό απ’ το πέταγμα σου μια ζωή ν’ αναζητώ.
Πάει η άμμος, πάει ο χρόνος. μα ‘γω είμαι ‘δω
τον χορό που αγαπάς να μάθω, κυνηγώ.
Σβήνει κάθε που με βλέπει τ’ αγέρι να πετώ
στην εδική σου την αγκάλη μήπως και βρεθώ.
Κι όσο πέφτει η νύχτα και μιλούν τ’ αστέρια
πονούν που δεν σ’ έχουν τα δικά μου χέρια.
Βγήκε ο ήλιος, βγήκε μαζί του κι η μέρα
δείχνουν όλα σήμερα θα κάνουν πέρα.
Μα ο χρόνος όλο πίσω μπρος, δεν πιάνεται
και κάθε θυσία ονείρου στη μνήμη χάνεται.
Ήρθαν χρόνια, φύγαν χρόνια κι ότι κι αν ζητάς
το φτερό στον άνεμο κι εσύ θα ν’ αναζητάς.
Πάει η άμμος, πάει ο χρόνος κι ακόμη σου χρωστώ
της ζωής τον απάνεμο στερνό χορό.
© copyright, ανδρέας λισσόβας
Άδεια μου αγκαλιά - Διονύσης Σαββόπουλος