Κάποτε, πριν πολλά – πολλά χρόνια,
στην Αρχή ακόμη του Κόσμου, ο Θεός είχε δημιουργήσει κι ένα πουλί, τόσο όμορφο
όσο κανένα άλλο πάνω στη γη. Το πουλί αυτό, όχι μόνο ήταν πολύ όμορφο αλλά και
κελαηδούσε τόσο όμορφα που τα αηδόνια που κελαηδούνε τόσο όμορφα δεν έφταναν
ούτε σε λίγο το τραγούδι του.
Οι άνθρωποι τόσο πολύ το
αγαπούσαν που κάθε σπίτι είχε έναν χώρο ειδικά διαμορφωμένο έτσι ώστε αυτό το
πουλί να έρχεται στα σπίτια τους, και να κελαηδά αλλά και να το βλέπουν μονάχα
θαυμάζοντας το. Όποτε πήγαιναν άλλα πουλιά τα έδιωχναν οι άνθρωποι. Μόνο αυτό
το πουλί αγαπούσαν, και το περιποιούνταν και το τάιζαν και κάθε φορά το
δέχονταν ευπρόσδεκτα.
Τα άλλα πουλιά όμως άρχισαν
και να ζηλεύουν αλλά και να μισούν αυτό το πουλί που όλα τα χαρίσματα είχε και
το αγαπούσαν οι άνθρωποι, και τα υπόλοιπα πουλιά τα έδιωχναν συνήθως και δεν τα
περιποιούνταν, ούτε τα φρόντιζαν πολύ οι άνθρωποι. Έτσι, μαζεύτηκαν κάποτε όλα
τα πουλιά κι άρχισαν να λένε τι θα κάνουν με αυτήν την κατάσταση που φαινόταν
πολύ άδικη για όλα τα υπόλοιπα πουλιά.
Το κοράκι τότε πρότεινε να
το σκοτώσουν, να μην υπάρχει άλλο αυτό το πουλί κι έτσι οι άνθρωποι με τον
καιρό να το ξεχάσουν και ν’ αρχίσουν να δίνουν σημασία και στα άλλα πουλιά. Ο
γύπας τότε ακούγοντας τα λόγια του κορακιού, πρότεινε να το φάνε κιόλας, για να
μην το βλέπουν ούτε πεθαμένο οι άνθρωποι κι έτσι να το ξεχάσουν ακόμα πιο
γρήγορα. Το περιστέρι, που τα άκουγε όλα αυτά, κι ήταν το μόνο που λυπόταν για
το όμορφο πουλί, δεν άντεχε άλλο να ακούει το κοράκι και το γύπα να μιλούν έτσι
και πήγε να πάρει το λόγο και να σταματήσει τα άλλα πουλιά από αυτήν την άσχημη
πράξη που είχαν βαλθεί να κάνουν.
Όμως, την ώρα που πήγε να
μιλήσει, έχασε ξαφνικά την φωνή του κι από τότε δεν έχει μιλήσει ποτέ. Γι’ αυτό
και τα περιστέρια κάνουν μόνο έναν θόρυβο που βγαίνει περισσότερο από το σώμα τους
κι όχι από το στόμα τους. Γιατί ο Θεός που άκουγε τα πουλιά να μιλούν και να
προσπαθούν να βρουν τρόπο να σκοτώσουν το όμορφο πουλί, κατάλαβε πως δεν υπήρχε
περίπτωση να άλλαζαν απόφαση, κι αν το περιστέρι μιλούσε, από την ζήλια και το
μίσος που τα είχε κυριεύσει τότε, θα σκότωναν και το περιστέρι μόνο και μόνο
γιατί θα μιλούσε και θα τους έλεγε ότι δεν ήταν σωστό αυτό που ήθελαν να
κάνουν. Έτσι, ο Θεός, αφήνοντας τα περιστέρια μουγκά, στην ουσία τα έσωσε.
Αλλά τιμώρησε και τον κόρακα
και τον γύπα που ήταν οι κύριοι υπαίτιοι για όλη αυτή την κατάσταση. Το μεν
κοράκι που μέχρι τότε είχε μια καλή φωνή, το καταράστηκε να κρώζει αιώνια κι
έτσι να φέρνει αθέλητα τον προάγγελο της κακίας του και του θανάτου. Για αυτό
το λόγο οι άνθρωποι μόνο και μόνο που ακούνε το κοράκι να κρώζει, χωρίς και
κανέναν ιδιαίτερο λόγο φέρνουν και στο μυαλό τους το θάνατο. Τον γύπα από την
άλλη τον καταράστηκε και σύμφωνα με τα λόγια του. Αφού λοιπόν ήθελε να φάει το
πουλί ενόσω θα ήταν νεκρό, τον καταράστηκε να τρέφεται κυρίως με πτώματα νεκρών
ζώων. Για αυτό λοιπόν οι γύπες τρώνε κυρίως νεκρά ζώα.
Όμως ο Θεός έπρεπε να σώσει
και το όμορφο πουλί. Έτσι αποφάσισε να το κάνει αόρατο, κι ούτε οι άνθρωποι,
ούτε τα άλλα πουλιά το βλέπουν τώρα. Επίσης του πήρε και την πολύ όμορφη φωνή του,
για να μη τύχει και το βρουν μόνο από τη φωνή και το σκοτώσουν. Τα πουλιά αφού
έψαξαν κι έψαξαν εις μάτην για να το βρούνε, πίστεψαν ότι πέθανε από μόνο του,
ενώ οι άνθρωποι με τον καιρό το ξέχασαν, και ξέχασαν μάλιστα ότι υπήρχε αυτό το
πουλί. Οι περισσότεροι κατέστρεψαν τους χώρους που είχαν για αυτό το πουλί, ενώ
άλλοι ασυνείδητα χωρίς να το ξέρουν τους έχουν ακόμη αυτούς τους χώρους και το
πουλί αυτό έρχεται πότε – πότε, γιατί κι αυτό αγαπούσε τους ανθρώπους και θέλει
να τους κάνει παρέα, άσχετα αν οι άνθρωποι δεν το βλέπουν.
Πηγαίνει και στους ανθρώπους
που δεν έχουν τους κατάλληλους χώρους, αλλά κάθεται λίγο εκεί, γιατί, αν και το
θέλουν, δεν μπορεί να καθίσει περισσότερο. Βέβαια, ο Θεός, μπορεί να το έκανε
αόρατο και να του πήρε την φωνή, άφησε όμως την αύρα του, να την νιώθουν και να
την αισθάνονται οι άνθρωποι, γιατί αν δεν την άφηνε κι αυτή θα ήταν σαν να μην
υπήρχε καθόλου.
Το όνομα που είχε δώσει ο
άνθρωπος για αυτό το πουλί, δεν ήταν άλλο βέβαια, παρά Ευτυχία. Κι έτσι λοιπόν,
η Ευτυχία που είναι πουλί, πετάει πότε από ‘δω, και πότε από ‘κει, και αλλού
μένει περισσότερο και αλλού λιγότερο, κι ανάλογα και με το αν το θέλουν κι οι
άνθρωποι. Και το νιώθουν οι άνθρωποι πότε είναι κοντά τους και πότε όχι, άσχετα
αν δεν το βλέπουν ποτέ με τα μάτια τους και δεν το ακούνε με τα αυτιά τους…
© copyright, ανδρέας λισσόβας
Υλαγιαλή - Ορφέας Περίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου