Το καραβάνι των νεκρών στον Άδη κατεβαίνει.
Οι γέροντες τραβούν μπροστά, ξοπίσω τους οι άλλοι
και πίσω – πίσω μια μικρή ομορφοπλουμισμένη.
Χρυσό φλουρί στα δόντια τους για τον περαματάρη,
να τους περάσει αντίπερα στου Άδη τα σκοτάδια.
Κι έρχεται νιος από μακριά, στα κοντινά ζυγώνει:
-Που πάτε σεις ωρέ νεκροί, που πάτε αποθαμένοι;
-Για το μεγάλο το γκρεμό, για τη μεγάλη πόρτα.
-Που πας και συ μωρέ μικρή, ομορφοπλουμισμένη;
-Εγώ δεν είμαι δα νεκρή, δεν είμ’ αποθαμένη.
-Ανάμεσα στα δόντια σου, τι το ‘χεις το χρυσάφι;
-Αυτό δεν είναι δα φλουρί, μόνο χρυσό δοντάκι.
Και σκύβει ο νιος και τη φιλά στο παγωμένο στόμα
Κι αυτή του μπήγει το φλουρί ανάμεσα στα δόντια.
Το φίλεμα, το ποίημα
του Σταμάτη Δαγδελένη, που μελοποίησε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ερμηνεύουν
ο Παντελής Ζεμπίλης και η Σοφία Σαρρή, πρόκειται για μια πολύ όμορφη ιστορία
αγάπης, ασχέτως αν διαδραματίζεται σε ένα γοτθικό περιβάλλον, συνδυάζοντας τον
έρωτα και τον ρομαντισμό με το μυστήριο, το υπερφυσικό και τον θάνατο. Εγώ εδώ
θα επιχειρήσω, με όσες γνώσεις έχω, να αναλύσω όσο καλύτερα μπορώ αυτό το
τραγούδι/ποίημα.
Όσον αφορά τα
στιχουργικά, το ποίημα είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, καθώς
τονίζεται στις άρτιες συλλαβές: «Το καραβάνι των
νεκρών στον Άδη κατεβάινει»,
και έχει τομή στην 8η συλλαβή: «Το
καραβάνι των νεκρών / στον Άδη κατεβαίνει».
Αρχικά το ποίημα/τραγούδι ξεκινά με μια δυνατή εικόνα, καθώς αμέσως μας κατεβάζει κάτω στον Άδη, δίπλα στους νεκρούς, που σαν καραβάνι περπατούν και βαδίζουν προς τον σκοτεινό και νεκρό κόσμο. Το καραβάνι ειδικά, χαρακτηρίζεται από μεγάλο όγκο ατόμων, κι έτσι εδώ ένας μεγάλος όγκος ατόμων/νεκρών έρχεται μπρος στα μάτια μας, όπως την πρώτη φορά που τον συναντήσαμε – όχι βέβαια να πηγαίνει, καθώς ήταν ήδη εκεί – οι νεκροί που συναντούσε στο διάβα του για την εύρεση του μάντη Τειρεσία ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια. Κι είναι πολλές φορές που συναντάμε αυτήν την εικόνα, είτε σε εμπνευσμένους από τον κάτω κόσμο πίνακες ζωγραφικής, είτε σε διάφορες διηγήσεις που βλέπουμε αυτά τα πρόσωπα, τα θλιμμένα, με τους σκυφτούς ώμους, τσακισμένα από τον πόνο, ντυμένα με τα κουρέλια του θανάτου, μαζί με τις γυναίκες που θρηνούν με άσπρες μαντίλες που σκεπάζουν τα μαλλιά τους, συνήθως σιωπηλά κρατώντας το πρόσωπο τους μέσα στα χέρια τους, κρύβοντας τα δάκρυα τους.
Κι έτσι λοιπόν, κατευθύνονται όλοι μαζί οι νεκροί, για να φτάσουν στον ποταμό Αχέροντα, να συναντήσουν το περαματάρη Χάροντα, που άλλες φορές τον βλέπουμε σαν έναν σκελετωμένο γέροντα, κι άλλες σαν ένα φάντασμα δίχως πρόσωπο και σώμα, παρά μόνο με μια μεγάλη μαύρη κάπα φορεμένη, με αυτό το αέναο και αιώνιο του έργο, αυτό του βαρκάρη των ψυχών, να μεταφέρει τις σκιές των ανθρώπων πλέον, στην απέναντι όχθη. Αλλά δεν είναι αυτή η μετάβαση χωρίς αντίτιμο, παρά ο περαματάρης ζητά ένα φλουρί, ένα χρυσό φλουρί, τον όβολο, που όλοι οι νεκροί έχουν ανάμεσα στα δόντια. Μικροί – μεγάλοι, άντρες – γυναίκες, καθώς σύμφωνα με τις δοξασίες των αρχαίων ελλήνων δεν διανοούταν να θαφτεί κανείς χωρίς να έχει στο στόμα του ένα χρυσό φλουρί. Αλλιώς, σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν καταδικασμένος να μείνει αιώνια στην μια όχθη του ποταμού, κι ο Χάροντας δεν θα τον έπαιρνε ποτέ στην βάρκα του για να τον περάσει αντίπερα.
Όπως λοιπόν πηγαίνουν οι νεκροί, το καραβάνι αυτό των αποθαμένων προς τον Άδη, εμφανίζεται ένας νιος που συναντά αυτό το πλήθος και γεμάτος απορία, το ρωτά που πάει, που κατευθύνεται. Για να απαντήσουν όλοι οι νεκροί κι οι αποθαμένοι πως πάνε για τον μεγάλο τον γκρεμό και την μεγάλη πόρτα. Κι ο μεγάλος ο γκρεμός δεν συμβολίζει τίποτε άλλο παρά το Έρεβος που κατά τον Όμηρο οι νεκροί περνούν για να φτάσουν στον Άδη, αφού βέβαια έχουν περάσει πιο πριν από τον ποταμό Αχέροντα. Κι η μεγάλη πόρτα, εδώ συμβολίζει την Πύλη, που την φυλά ο Κέρβερος, και είναι η πύλη αυτή που περνούν και διαβαίνουν οι νεκροί, και δεν μπορούν έπειτα ποτέ να γυρίσουν πίσω, μα ούτε και κανείς θνητός μπορεί να την περάσει ποτέ ζωντανός!
Κι αργότερα ο νιος, βλέπει και την μικρή την ομορφοπλουμισμένη που ακολουθά το καραβάνι πίσω – πίσω, και την ρωτά, που πάει κι αυτή, μαζί με τους νεκρούς, που πάει κι αυτή με τους αποθαμένους; Και η μικρή αυτή του απαντά πως ούτε νεκρή είναι μα ούτε αποθαμένη. Κι εμάς μας βάζει σε σκέψεις, που δυο νέοι που βρίσκονται μέσα στον κάτω κόσμο, μαζί με τους νεκρούς και ομιλούν, πως γίνεται νεκροί να μην είναι; Και πως τυχαίνει ο νιος να δει την κόρη την μικρή την ομορφοπλουμισμένη, κι αυτήν μονάχα μέσα από το πλήθος να την εξεχωρίσει; Μήπως την ξέρει;
Μα ο νιος, δείχνει να την πιστεύει, ή σαν να θέλει να την πιστέψει ότι δεν είναι νεκρή η μικρή ομορφοπλουμισμένη. Μας δίνει κι εμάς την πεποίθηση πως απ’ την αρχή σαν να μην έχει επίγνωση της καταστάσεως του, σαν να νιώθει πως αυτός δεν είναι νεκρός, και για αυτό μάλλον απορεί σαν βλέπει το πλήθος των νεκρών. Και την πιστεύει την μικρή, όταν του λέει πως δεν είναι νεκρή, κι αυτή μας δίνει την πεποίθηση πως επίτηδες του λέει ψέματα. Άλλωστε ακολουθούσε τους νεκρούς. Και την ρωτά ξανά ο νιος, γιατί το ‘χει το χρυσάφι ανάμεσα στα δόντια της, γιατί έχει το φλουρί ανάμεσα στα χείλη; Κι αρχίζει να δυσπιστεί, και να του φαίνονται περίεργα όλα αυτά, μα πάλι η μικρή του απαντά πως δεν είναι ούτε φλουρί, ούτε χρυσάφι, μα μονάχα χρυσό δοντάκι…
Κι ο νιος την πιστεύει και την φιλά, κι η μικρή βρίσκει την ευκαιρία και του δίνει το φλουρί στο δικό του στόμα. Κι από εκεί, καταλαβαίνουμε πως η μικρή, ήξερε πολύ καλά τι έκανε, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε κι είχε τον σκοπό της που βρισκόταν εκεί.
Ο νέος αυτός άνδρας λοιπόν, από τα συμφραζόμενα, πιθανώς είτε ήταν ναυτικός, είτε βρισκόταν στρατιώτης σε κάποιο πόλεμο μακριά. Κι είτε πνίγηκε και το σώμα του χάθηκε στην θάλασσα, είτε σκοτώθηκε και επίσης το σώμα του δεν το βρήκε κανείς να το θάψει με τους συνήθεις κατά την αρχαιότητα τρόπους. Έτσι λοιπόν ο νέος, χωρίς να έχει ταφεί με τον σωστό τρόπο, δεν έχει φλουρί στο στόμα του, και είναι αναγκασμένος να παραμείνει αιωνίως στην όχθη αυτή, πριν από τον Αχέροντα ποταμό.
Μα η νέα αυτή κοπέλα, η μικρή ομορφοπλουμισμένη, φαίνεται πως είναι η αγαπημένη του, και μαθαίνει για την απώλεια του αγαπημένου της. Κι από την γνώση αυτή της καταστάσεως της, ενώ είναι νεκρή και απαντά πως δεν είναι, δείχνει πως γνωρίζει ποιο μονοπάτι ακολούθησε. Ήξερε ότι θα ήταν νεκρή, όταν θα ξανά συναντούσε τον αγαπημένο της. Κι ο σκοπός της δεν ήταν άλλος, παρά να δώσει με το φιλί στο στόμα, την δυνατότητα ο νιος να περάσει απέναντι, χαραμίζοντας όχι μόνο την ζωή της για την αγάπη, αλλά και τον θάνατο της ακόμα…!
© copyright, ανδρέας λισσόβας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου