Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Πάθος


Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το ‘καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…
Ν. Καββαδίας, Ένα μαχαίρι [τελευταίος στίχος]

Ένα πάθος, θα ‘λεγα, κρυφό
μες στο μυαλό μου πάντα γυροφέρνει.
Την μια τη μέρα συνέχεια μου μιλά
και την άλλη δεν με ξέρει και μοναχά σωπαίνει.

Με τεχνάσματα και κόλπα ψάχνει να μ’ απασχολεί
λες κι είναι τέκνο του ίδιου του διαβόλου,
μέχρι να νιώσω πως, τάχα μου, εμένα ‘νε πονά
κι ας μην με νοιάζει διόλου…

Πως τα περνάς εκεί κάτω, ακόμα με ρωτά,
καθόλου δεν σου ‘λειψε αυτή η γνώριμη σου γνώση;
Μη με θαρρείς για αλλιώτικη απ’ αυτή,
που ‘συ, στο νου σου έχεις νιώσει…

Με ψαροντούφεκο, παραμάσχαλα, προς τη θάλασσα τραβά,
για ψάρια που ποτέ δεν έπιασε, να πιάσει.
Γυρίζει και μ’ απορία με ρωτά, εσύ δεν θα ‘ρθεις
την τέχνη που δεν έχεις τώρα δα, κάποτε να τη φτάσεις;

Και πιάνει, σαν φτάνουμε εκεί, με δύναμη, το δεξιό μου χέρι
και με πετά στην θάλασσα και με τραβάει πίσω πάλι.
Κι εγώ, με τρόμο και φόβο, και δίχως να σκεφτώ
αρπάζω το ψαροντούφεκο που το ‘χε αφήσει πλάι.

Πιάνω κι εγώ τον ώμο του με το δεξί μου χέρι
και με το άλλο το ψαροντούφεκο καρφώνω στο άμοιρο του σώμα.
Αίμα και σπλάχνα γέμισαν παντού που θα ‘καναν να μοιάζει με νεκρό
ακόμα κι ένα αγιασμένο χώμα.

Ώρες μετά ή και λεπτά, ναρκωμένος και μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη,
σκέφτομαι πως πολύ φτηνά το τομάρι μου έχω γλυτώσει.
Κι όταν στην αντανάκλαση της θάλασσας κοιτώ και βλέπω το αίμα από μένα να κυλά,
ξέρω πως εγώ εμένα, κι όχι το πάθος, τελικά έχω σκοτώσει…

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Δυτικές Συνοικίες - Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί (ποίηση Νίκου Καββαδία)

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...