Ραψωδία Κ, 489-494
«Όμως
κι έν' άλλο πρώτα εσείς θα κάμετε ταξίδι·
στης
Περσεφόνης της σκληρής και στου Άδη τα λημέρια
θα
πάτε, τα μελλούμενα ν' ακούστε απ' το Θηβαίο
τον
Τειρεσία, τον τυφλό μάντη που ο νους του ακόμα
κρατιέται, τι κι αν πέθανε, τη γνώση η
Περσεφόνη
του φύλαξε, και δε γυρνάει σαν ίσκιος με τους
άλλους.»
Μ’ ένα, στο μάγουλο, φιλί
της Κίρκης τούτη η συμβουλή
να ψάξω μες στον Άδη μου
να διώξω το σκοτάδι μου
κι ο Τειρεσίας να μου πει
με ‘σένα πια τι θα γενεί
Μ’ αλεύρι, γάλα και κρασί
νερό και μέλι και αρνί
στο ρέμα του Αχέροντα
για τον δικό σου έρωτα
παίρνω στο χέρι μου σπαθί
και κάνω πύλη το κορμί
Και φτάνουν όλοι οι νεκροί
να πιουν το αίμα απ’ την ψυχή
να με τραβούν στον Άδη τους
στο μαύρο το σκοτάδι τους
για να ‘ρθει ο μάντης να με βρει
το λόγο του για να μου πει
«Κάνε σα πέτρα τη καρδιά
και την ψυχή σου μια σκιά
ο Άδης παίρνει, δεν ζητά
ότι η ματιά του λαχταρά
και πηρ’ την κόρη τη ξανθή
σαν όνειρο, για να χαθεί»
Κι έτσι έμεινα εκεί εγώ
δίχως να πω, πως σ’ αγαπώ
δίχως να νιώσω μια φορά
τα τρυφερά σου τα φιλιά
αυτά που γύρευα καιρό
στης αληθιάς σου το νερό
Κι αν μες στον κόσμο δεν με δεις
στον Άδη ψάξε να με βρεις
εκεί που χάθηκα κι εγώ
να σε ξεχάσω, μη πονώ
στον Άδη χάθηκα κι εγώ
να σε ξεχάσω, μη πονώ.
© copyright, ανδρέας λισσόβας