Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Η γοργόνα (διήγημα)

  
 Ορφέας Περίδης - Παραμύθι
     Ένας μύθος απλωνόταν πάνω απ’ τη θάλασσα εκείνη, από τα βάθη των αιώνων, για μια γοργόνα. Ιστορίες και ιστορίες έβγαζαν οι ναυτικοί που ταξίδευαν στα νερά της, και μαρτυρούσαν ότι την είδαν να κολυμπά κοντά τους τα βράδια με πανσέληνο και να τους προσκαλεί να πάνε μαζί της ως τα βάθη των ωκεανών.
          Ο Γ. γελούσε σαν άκουγε στο καφενείο κάποιους χωρικούς να διηγούνται πως είτε οι ίδιοι είτε οι πρόγονοι τους είχαν αντικρύσει την γοργόνα αυτή.
          -Γοργόνες και πράσινα άλογα!
          Φώναξε γελώντας σε έναν συγχωριανό του που εκείνη την ώρα περιέγραφε όσο πιο έντονα μπορούσε μια σκηνή που είχε συναντήσει δήθεν την ίδια την γοργόνα. Η διήγηση του ήταν τόσο γλαφυρή που ακόμη και ο ίδιος είχε απορροφηθεί σε σημείο να ξαναζεί, όπως έλεγε την σκηνή ξανά και ξανά.. Μόλις ο Γ. του φώναξε, σταμάτησε να μιλά, κοκκίνισε σαν παντζάρι και έσκυψε το κεφάλι.
          Ένας γέρος όμως πήρε το λόγο:
          -Τι λες μωρέ Γ.; Ούλα παραμύθια θα μς τα βγάλς; Τν είδαν οι παππούδες μας κ’ έρχεται έν σχουλιαρόπαιδο να μας τα ισοπεδούσει ούλα! Ω, ρε θράσος οι νιοί (νέοι)! Ο παππούς μ’, θεός σχωρέστον, τν είδε δυο φορές ούταν ψάρευε με πανσέλνο και ποτέ δεν τν ξέχασε!
          -Μα είναι δυνατόν να πιστέψω τον Κωστή βρε παππού; Που βλέπει κουπί και τρέχει στην κορφή του Άϊ-Λια (Άγιος Ηλίας);
          Όσοι άνδρες άκουγαν την συζήτηση έβαλαν τα γέλια, αφού όλοι γνώριζαν πως ο Κωστής δεν είχε πολλά πάρε δώσε με τη θάλασσα, και  πως μόνο στα λόγια μπορούσε να πάει ως το φεγγάρι και να γυρίσει όποτε ήθελε! Έφευγε να πάει σε μια πόλη για καμιά δουλειά που είχε και όταν γυρνούσε είχε τύχει να δει πράματα και θάματα που άλλος δύσκολα θα τύχαινε να τα δει! Μα στο χωριό τον είχαν μάθει…
          Η ώρα περνούσε και σιγά-σιγά το σούρουπο ήρθε και έφυγε και βράδιασε για τα καλά. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν στο καφενείο, ο μαγαζάτορας πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα τραπέζια με τα ποτά και τους μεζέδες, και οι άνδρες του χωριού δεν έλεγαν να σηκωθούν να μαζευτούν στα σπίτια τους.
          Ο Γ. σηκώθηκε λίγο μετά τα μεσάνυχτα και κίνησε για το σπίτι του για να πάει να πέσει να κοιμηθεί, καθώς το πρωί έπρεπε να ξυπνήσει απ’ το χάραμα να πάει στην οικοδομή. Πλησίαζε τα τριάντα, ψηλός, γεροδεμένος, με καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια. Εδώ και πέντε χρόνια ζούσε μόνος του στο χωριό, από τότε που έχασε τη μάνα του – ο πατέρας του τον είχε αφήσει από όταν ήταν ακόμη βρέφος. Μια μεγαλύτερη αδερφή είχε μονάχα που ζούσε στην Αθήνα, παντρεμένη με δύο παιδιά.
          Όταν τελείωσε το λύκειο έδωσε πανελλήνιες μα απέτυχε και η μάνα του που το είχε καημό να τον σπουδάσει τον έστειλε στη Θεσσαλονίκη σε μια ιδιωτική σχολή, την οποία και δεν ετελείωσε ποτέ.
          Η μάνα του, όταν ο Γ. πάτησε τα 23, αρρώστησε και δεν μπορούσε πλέον να ζήσει μόνη της, δίχως να την κοιτάζει και να την φροντίζει κάποιος. Η κόρη της την πήρε λίγους μήνες στην Αθήνα, αλλά η ίδια δεν άντεχε να μένει κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους, όπως έλεγε. Πράγματι όσοι έχουν περάσει όλη τους τη ζωή σε χωριό, τους είναι αδύνατον να μείνουν σε πόλη μετά. Η υγεία της όμως χειροτέρευε κι έτσι αναγκαστικά πλέον έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό. Η κόρη της συνεννοήθηκε με τον Γ. να γυρίσει στο χωριό και αυτός και να την προσέχει, καθώς η ίδια δεν μπορούσε να μείνει όλο τον καιρό δίπλα στη μάνα της στο χωριό και να αφήσει την οικογένεια της και τα παιδιά της πίσω στην πρωτεύουσα.
          Ένα χρόνο άντεξε περίπου και μετά έφυγε για το τελευταίο ταξίδι. Ο Γ. από τότε δεν έφυγε απ’ τον τόπο του και έπιασε δουλειά στον θείο του που είναι οικοδόμος. Μια η δουλειά, μια τα προβλήματα, δεν κοίταξε και πολύ να παντρευτεί και να φτιάξει μια οικογένεια, όπως λένε, αν και δεν φαινόταν να τον επηρεάζει και καθόλου αυτό…
          Το μόνο που φαινόταν να τον πειράζει ήταν η απερισκεψία των νιάτων του, που δεν έκατσε να διαβάσει και να πάρει το πτυχίο του, και να μην αναγκαζόταν να είναι πλέον εγκλωβισμένος στο χωριό και στο μεροκάματο… Γιατί το μεροκάματο είναι πάντα μεροκάματο.
          Όταν βγήκε απ’ το καφενείο αποφάσισε πρώτα να πάει πρώτα μια βόλτα προς το λιμανάκι, που είχαν φτιάξει εδώ και αιώνες οι ψαράδες του χωριού και βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά απ’ το πατρικό του, να τον χτυπήσει λίγο το θαλασσινό αεράκι. Είχε πιει λίγο παραπάνω και το χρειαζόταν άλλωστε…

 
        Ήταν Αύγουστος, πανσέληνος, και το φως του φεγγαριού φαινόταν  λες κ η θάλασσα είχε απλώσει τα χέρια και να το αγκάλιαζε, όπως αγκαλιάζονται και σμίγουν τα ερωτευμένα ζευγαράκια. Βλέποντας το ονειρώδες αυτό θέαμα ο Γ. σάστισε καθώς η φύση ξεδίπλωνε όλη της τη μαγεία μπρος στα μάτια του και έμεινε και ο ίδιος πόση ώρα ακίνητος, έτσι, χωρίς να κάνει τίποτε άλλο. Απλώς, απολαμβάνοντας το θεϊκό αυτό μεθύσι…
          Εκεί όμως που κοιτούσε τη θάλασσα, παρατήρησε και μια βαρκούλα να αρμενίζει, έχοντας πάνω του δύο άντρες ή γυναίκες, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν και να πει με σιγουριά. Τι δουλειά είχαν αυτοί, όποιοι κι αν ήταν, τέτοια ώρα μέσα στη θάλασσα, δεν μπορούσε να καταλάβει. Μήπως ήταν κανένα ζευγαράκι που είχε βγει βαρκάδα, μιας και η νύχτα ήταν κατάλληλη για ερωτοδουλειές, σκέφτηκε και κατέληξε σ’ αυτό. Έτσι έκανε να φύγει, μη χαλάσει και το ραντεβουδάκι του ζευγαριού – όπως υπέθετε – βλέποντας κάποιον να τους παρακολουθεί.
          Μα όπως έκανε δυο βήματα να απομακρυνθεί άκουσε μια γυναικεία φωνή από το μέρος που βρισκόταν η βαρκούλα στη θάλασσα:
          -Βοήθεια! Βοήθεια! Κάποιος να βοηθήσει τη ξαδέρφη μου! Βοήθεια!
          Ο Γ. χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, ενστικτωδώς έτρεξε προς τη θάλασσα και δίχως να χάσει λεπτό βούτηξε στο νερό. Κολυμπώντας με όση δύναμη είχε πλησίαζε στη βάρκα η οποία ήταν αρκετά μακριά απ’ το σημείο που βρισκόταν. Η κοπέλα που είδε ότι μες στην ατυχία τους (των δύο εξαδέλφων) η τύχη τις χαμογέλασε, καθώς βρισκόταν εκεί κοντά κάποιος να τις βοηθήσει, φώναζε τώρα ακόμη περισσότερο, σαν να ήθελε να δώσει δύναμη να κολυμπήσει πιο γρήγορα, όποιος κι αν ήταν ο επερχόμενος σωτήρας τους.
          Μετά από λίγα δευτερόλεπτα τα οποία φάνηκαν σαν αιώνας ο Γ. έφτασε κοντά στη βάρκα και έπιασε την κοπέλα που, ενώ στην αρχή πάλευε με τη θάλασσα, τώρα είχε αρχίσει να εγκαταλείπει και να χάνει τη μάχη που έδινε για τη ζωή της. Έπειτα όμως ο ήρωας της, την σήκωσε και την έβαλε στην βάρκα. Η κοπέλα, ευτυχώς, ζούσε. Αφού έβηξε βγάζοντας το θαλασσινό νερό που είχε καταπιεί άρχισε να ηρεμεί σιγά-σιγά. Ο Γ. έπαιρνε κι αυτός βαθιές ανάσες, την ώρα που η κοπέλα που είχε φωνάξει προς βοήθεια ήταν σκυμμένη πάνω απ’ την μισολιπόθυμη εξαδέλφη της.
          -Ευγενία, Ευγενία είσαι καλά; Μίλησε μου Ευγενία σε παρακαλώ!
          -Άφησε την να ηρεμήσει δυο λεπτά πρώτα, είπε ο άνδρας στην κοπέλα. Πάμε όμως να τη δει και κανένας γιατρός για καλό και κακό…
          Πήρε λίγες ανάσες και έπειτα σήκωσε το βλέμμα του για να κοιτάξει τις δύο κοπέλες.
          -Τι δουλειά είχατε τετ…, σάστισε. Αντικρίζοντας την κοπέλα που μόλις είχε σώσει, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, έχασε τα λόγια και τις σκέψεις του.
          -Η γοργόνα…, ψέλλισε.
          -Τι; Τον κοίταξε απορημένη η άλλη κοπέλα. Ε…, Ευγενία την λένε. Μετά όταν συνειδητοποίησε τι είχε πει ο άνδρας, τον κοίταξε καλά-καλά και βάζοντας όλη τη δύναμη που μπόρεσε να συγκεντρώσει εκείνη τη στιγμή για να μην μπερδευτεί από αυτό που μόλις άκουσε, του μίλησε.
          -Πάμε προς την ακτή;
          -…ε… ναι… πάμε… απάντησε ο Γ., περισσότερο για να απαντήσει στην κοπέλα που μίλησε, χωρίς ωστόσο να καταλαβαίνει τι έλεγε ή τι είχε συμβεί προ ολίγου. Αφού έμεινε για λίγο να χαζεύει την γοργόνα που αντίκριζε για πρώτη φορά, τινάχτηκε σαν να ξύπνησε από όνειρο και επικεντρώθηκε πλέον στο να φύγουν απ’ τη θάλασσα, να πλησιάσουν στην ακτή και να αναζητήσουν βοήθεια στο χωριό.
          Η άλλη κοπέλα λεγόταν Μαργαρίτα και ήταν 22 ετών, απ’ το χωριό αν και τώρα σπούδαζε και ζούσε αλλού. Όπως έμαθε αργότερα ο Γ., η Ευγενία, η εξαδέλφη της Μαργαρίτας, είχε έρθει για διακοπές στη θεία της για λίγες μέρες εκείνον τον Αύγουστο. Την νύχτα λοιπόν της Αυγουστιάτικης πανσελήνου οι δύο κοπέλες είχαν αποφασίσει να πάνε κρυφά για βαρκάδα στη θάλασσα. Όχι πως δεν γνώριζαν καλό κολύμπι αλλά μέσα στη νύχτα και δυο νεαρές γυναίκες μόνες τα έχασαν, τη στιγμή που καθώς η Μαργαρίτα έκανε μια απότομη κίνηση, η βάρκα κουνήθηκε και η ξαδέρφη της η Ευγενία έχασε την ισορροπία της και έπεσε μέσα στο νερό. Για καλή τους τύχη όμως εκείνη τη στιγμή βρέθηκε εκεί κοντά ο Γ. και έτρεξε αμέσως να σώσει την Ευγενία.
          Η κοπέλα ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε, αν και οι δικοί της έτρεξαν αμέσως σ’ έναν γιατρό να την εξετάσει. Ο νέος άνδρας την ξανάδε μετά από δύο μέρες, όταν η ίδια τον επισκέφτηκε για να τον ευχαριστήσει που την είχε σώσει. Ο ήρωας της νεαρής γυναίκας δεν χόρταινε να κοιτάζει, αυτήν, την γοργόνα, που δεν πίστευε πως υπήρχε πριν τρεις μέρες, αυτήν, που δεν θα ξεχνούσε ποτέ…
          Από τότε δεν την ξανάδε. Ίσως γιατί δεν έτυχε, ίσως γιατί δεν το επιδίωξε και ο ίδιος… ποιος ξέρει…; Και τι νόημα θα ‘χε άλλωστε να την ξανάβλεπε…; Γιατί τα όνειρα έτσι είναι… έρχονται για μια στιγμή και μετά  ζουν κάτω από τα κλειστά βλέφαρα…, κάθε Αύγουστο, απέναντι απ’ την ίδια θάλασσα…, κάτω απ’ την ίδια πανσέληνο…, για μια ζωή…

© copyright, ανδρέας λισσόβας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...